Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024
Ο ανεκπλήρωτος έρωτας
Ο ανεκπλήρωτος έρωτας
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί πολλοί καταπιάνονται με το θέμα του έρωτα, ενώ ο ανεκπλήρωτος έρωτας παραμένει πάντα κάπως στο σκοτάδι, στην αφάνεια; Λίγοι επιλέγουν να αναμετρηθούν μαζί του στα φανερά και να ανοίξουν τα χαρτιά τους.
Ο ανεκπλήρωτος έρωτας είναι επώδυνος και πολύ προσωπικός, χωρίς ίχνος εγωισμού, με πολλή απογοήτευση όμως και μια αίσθηση ιδανικού. Εδώ βρίσκεται και η παγίδα του ανεκπλήρωτου έρωτα – δεν απομυθοποιείται ποτέ, δεν περνά δοκιμασίες, δε φθείρεται και παραμένει κάπου, να ελλοχεύει, να μας μπλέκει σε φαύλους κύκλους συναισθημάτων και σκέψεων, ονείρων και επιθυμιών που ίσως να μην έχουν καν σχέση με την πραγματικότητα, παρά μόνο τη δική μας.
Η ένταση του ανεκπλήρωτου έρωτα
Ο ανεκπλήρωτος έρωτας εκφράζεται διαφορετικά από φύλο σε φύλο – φυσικά μιλώντας πάντα σε γενικές γραμμές. Για τους άνδρες, ο ανεκπλήρωτος έρωτας έχει να κάνει με μια χαμένη ευκαιρία, και είναι συνώνυμο μιας απογοήτευσης, γιατί ίσως δεν μπορούν να καταλάβουν τι έφταιξε για την αποτυχία και τη χαμένη κατάκτηση.
Για τις γυναίκες ο ανεκπλήρωτος έρωτας είναι κάτι πιο βαθύ και πιο έντονο, ένα απωθημένο που πάντα θα ζει κάπου μέσα βαθιά τους, ακόμα και όταν ζουν ευτυχισμένα στο πλάι ενός νέου συντρόφου. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας για τις γυναίκες μοιάζει περισσότερο με μια χαμένη μάχη, αλλά όχι με έναν χαμένο πόλεμο… πάντα θα περιμένουν κάπου για να τελειώσουν αυτό που άφησαν μισό. Και τότε συνήθως ή επέρχεται η πλήρης καταστροφή ή ένας πραγματικά πολύ έντονος έρωτας που θα ανεβάσει στα ουράνια και τους δυο.
Ο ανεκπλήρωτος έρωτας αφήνει ένα μόνιμο ερωτηματικό στην ψυχή… τι θα είχε συμβεί άραγε αν… κι αυτό το αν καίει για μέρες, μήνες, χρόνια… ίσως και πάντα. Για αυτό και ο ανεκπλήρωτος έρωτας είναι τόσο σιωπηλός και τόσο ηχηρός ταυτόχρονα, αφήνοντας χαρακιές και σημάδια στην καρδιά.
Ανεκπλήρωτος έρωτας και απωθημένα
Απωθημένα… λέξη που φοβόμαστε μερικές φορές ακόμα και να αναφέρουμε, φοβούμενοι την καταστροφική της μανία. Σαν αγκάθι που γδέρνει, και που υπάρχει πάντα κάπου να μας πονά όσο και αν θεραπεύουμε τις πληγές. Ακόμα και αν βρεις τον έρωτα στο πρόσωπο ενός άλλου ή μιας άλλης, κάτι θα μένει πάντα να μας θυμίζει αυτό το… ανεκπλήρωτο, που θα είναι πάντα σημαντικό και ξεχωριστό.
Σαν με μελάνι, κάποια πράγματα μένουν ανεξίτηλα γραμμένα μέσα μας, όπως μια αγάπη για κάποιον που δεν ειπώθηκε ποτέ, ένας έρωτας που έκαιγε αλλά δεν μας παρέδωσε ποτέ στη λαίλαπά του. Και μετά από όλα αυτά, ακόμα και αν ο έρωτας ο ανεκπλήρωτος υποχωρήσει, πάντα θα υπάρχει μια τρυφερότητα, μια αδυναμία, που θα κάνει πάντα την καρδιά σου να φτερουγίζει και τον κόμπο στο λαιμό να σφίγγει στο άκουσμα του ονόματος εκείνου του ανεκπλήρωτου.
Τα απωθημένα ζουν με την ένταση μιας μνήμης που δεν υπάρχει, μιας ανάμνησης που πήγε να δημιουργηθεί αλλά που τελικά δε γεννήθηκε ποτέ. Βασανιστικός και πάντα παρών, εξαντλητικός μπορεί να πάρει τελικά πολλές μορφές και να κάνει τη ζωή σου να σταματά κάθε φορά που εμφανίζεται και πάλι η αιτία μπροστά σου. Σαν μια φωτιά που σιγοκαίει τη νύχτα και με το πρώτο φύσημα του ανέμου μπορεί να γίνει πυρκαγιά και να κατακάψει τα πάντα!
Πηγή:erotas.gr
Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024
Οι τρίδυμες αρετές: Αξιοπρέπεια, αυτοεκτίμηση, φιλότιμο
Οι τρίδυμες αρετές: Αξιοπρέπεια, αυτοεκτί-μηση, φιλότιμο
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Γεμίζουν οι πλατείες πολλών Πόλεων, στην Χώρα μας και αλλαχού, με κάθε ηλικίας και εθνικότητας πολίτες με μια φωνή έκκλησης για «αξιο-πρέπεια».
Συγκινητικό, αν μη τι άλλο, το θέαμα! Ένα πηγαίο συναίσθημα και ένα αίτημα… «λογικό» ενός Λαού που τόσα έχει δώσει στην Οικουμένη, αλλά πάντα νιώθει …αδικημένος!
Πώς να ξεδιαλύνει κανείς που βρίσκεται το δίκαιο και που το άδικο αρ-χίζει!
Έχει, άραγε, νόημα στην εποχή μας η λέξη αξιοπρέπεια; Μπορεί από μόνη της ως αίτημα να αποφέρει ουσιαστικό αποτέλεσμα; Ας τα δούμε σύντομα, αλλά μεθοδικά.
ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
Αξιοπρέπεια: Είναι «ο τρόπος ζωής, κατά τον οποίο σέβεται κανείς τον εαυτό του, δεν τον ταπεινώνει, ώστε να κερδίζει τον σεβασμό των άλλων, δεν πέφτει σε μικρότητες. Η υπερηφάνεια με ευγένεια ήθους». Αυτά α-ναγράφει το λεξικό.
Στην Αρχαία Ελλάδα δεν υπάρχει ακριβές αντίστοιχο της ρωμαϊκής έν-νοιας αξιοπρέπεια [dignitas]. Μια πολιτική έννοια με ουσιώδη γνωρί-σματα την ευγενή καταγωγή, το δημόσιο λειτούργημα και την κοινωνική προσφορά. Ένας βαθμός ιερότητας την συγκαθόριζε την αξιοπρέπεια και το κύρος του Ρωμαίου αξιωματούχου, ως πρόσωπο. “Sanctus senatus”[Ιερά Σύγκλητος]. Όχι μόνον προνόμιο, αλλά δεσμευτική επιτα-γή για αυτοπειθαρχία και γενναιοδωρία. Μια αίσθηση ανωτερότητας, «υψηλό φρόνημα». Μεγαλοψυχία.
Η αξιοπρέπεια δεν έρχεται σε αντίθεση προς την ανθρωπιά αλλά την εμπεριέχει. Ο Κικέρων θεωρεί την αυτογνωσία, ως γνώση του προορι-σμού του ανθρώπου, βασική προϋπόθεση για την πραγμάτωση της αν-θρώπινης αξιοπρέπειας.
Θεολογικά ο άνθρωπος θεωρήθηκε, ως εάν εικόνα του Θεού, καθόσον ως πνευματικό ον αποπνέει την αξιοπρέπεια του Δημιουργού του. Βασί-ζεται στην ελεύθερη βούλησή του [αυτεξούσιο] ως προσώπου, που έχει την ιδιαίτερη δεκτικότητα του θείου. Έτσι η αξιοπρέπεια καθίσταται αθά-νατη, καθόσον ως ουσία βασίζεται στην αιώνια τάξη, ανεξάρτητα από τον πεπερασμένο φορέα.
Σταδιακά άρχισε να διακρίνεται η αξιοπρέπεια σε δυο μορφές αξίας: στην ηθική που απονέμεται σε εκείνον που εκπληρώνει «τις υποχρεώσεις του ανθρώπου ως άνθρωπος» και στην «τιμητική κοινωνική θέση που χο-ρηγείται λόγω εξαιρετικής προσφοράς».
Η αναγέννηση και η μεταρρύθμιση εξυμνούν την ομορφιά αυτού του Κόσμου και θεωρούν τον άνθρωπο ως ένα εξίσου όμορφο ον. Η ανθρώπι-νη αξιοπρέπεια δεν βλάπτεται από την ευτέλεια της καταγωγής. Οι άν-θρωποι δεν είναι δούλοι αλλά ζηλωτές της φύσης. Η θέση του ανθρώπου, ως στέμματος της δημιουργίας, εξασφαλίζει την ανταμοιβή για την αρετή του με τη θεία χάρη.
Η εξισωτική αντίληψη του φυσικού δικαίου στρέφεται κατά των αξιών στην ιεραρχικά δομημένη κοινωνία των τάξεων.
Ο Καντ θεωρεί τον άνθρωπο αυτοσκοπό και η αυτονομία είναι ο μοναδι-κός λόγος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Ο Σίλλερ εναποθέτει στον ίδιο τον άνθρωπο την αξιοπρέπεια σε σχέση με τα ειδικά πνευματικά και ηθικά χαρίσματά του.
Τον 19ο αιώνα αρχίζει ο υποβιβασμός της αξιοπρέπειας με την διάδοση των υλιστικών αντιλήψεων[ Φόϋρμπαχ και Μαρξ] μέχρι τον χυδαίο υλι-σμό [1860-1870] και της ωφελιμιστικής –λειτουργικής θεώρησης του ηθι-κού φαινομένου.
Ο Νίτσε υπογραμμίζει: «…ο άνθρωπος έχασε πάρα πολλά από την αξιο-πρέπειά του, παρά τις προσπάθειες όσων στη θέση του νεκρού θεού θέ-τουν την ηθική…».
Μια σχετική αναβίωση της αξιοπρέπειας οφείλεται στον αγώνα των νε-οκαντιανών κατά των ωφελιμιστικών –ευδαιμονιστικών τάσεων χωρίς να επεκταθεί πολύ.
Παρά την ρητή αναφορά της έννοιας της αξιοπρέπειας στο προοίμιο της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών [26-06-1945] και στη «Γενική διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» [10 Δεκ 1948] η καθολική αναγνώριση της αξιοπρέπειας του ανθρώπου δεν κατάφερε να αποκτήσει σημαντική δεσμευτικότητα, λόγω της αντιφατικής πολλαπλής φιλοσοφικής και πολι-τικής χρήσης της.
Μέσα στο κλίμα της μαζικής κοινωνίας και της εμπορευματοποίησης των πάντων, που επικρατεί τις τελευταίες δεκαετίες η έκφραση «ανθρώπινη αξιοπρέπεια» έχει καταστεί μάλλον ένας κενός τόπος μεταξύ πολλών άλ-λων.
Αληθεύει, ίσως, αυτό που Γκαίτε αποφαίνεται: «τώρα ο άνθρωπος ως ποιητής του εαυτού του θα αποκτήσει αυτοσυνείδηση και θα δημιουργή-σει μόνος του τις συνθήκες της ζωής του και θα θεμελιώσει μια ανεξάρτη-τη αξιοπρέπεια».
Αυτοεκτίμηση [self-esteem]: «Η προσωπική κρίση της αξίας του ατόμου, η οποία εκφράζεται με τις στάσεις που αναπτύσσει απέναντι στον εαυτό του» [Coopersmith]. Είναι η ικανότητα [αρετή] να δίνει κάποιος αξία στον εαυτό του και να τον μεταχειρίζεται με αξιοπρέπεια, αλήθεια και αγάπη. Συνώνυμες έννοιες: [self-concept] αυτο-ιδέα, [self-image] αυτοει-κόνα, [self-acceptance] αυτοαποδοχή κοκ.
Η αυτοεκτίμηση είναι πηγή ενέργειας. Όταν εκτιμώ το εαυτό μου έχω μεγαλύτερες πιθανότητες να αντιμετωπίσω τη ζωή με ειλικρίνεια και δύ-ναμη. Όταν θεωρώ τον εαυτό μου υποτιμητικά νιώθω ως θύμα. Θεωρώ τους άλλους υπεύθυνους για τις πράξεις μου. Αισθάνομαι δυσπιστία και απομόνωση, που προκαλούν κατάπτωση.
Η υψηλή αυτοεκτίμηση δεν πρέπει να συγχέεται με τον εγωισμό, που αποτελεί κακή μορφή «ανωτερότητας». Η αυτοεκτίμηση είναι η αναγνώ-ριση της αξίας του εαυτού μας. Το μόνο αντίδοτο στο φόβο της απόρρι-ψης. Εντάσσεται στα γνωρίσματα που μοναδικά ανήκουν στον άνθρωπο και του προσδίδουν την ανθρωπινότητα.
Οι ψυχολόγοι μας διαβεβαιώνουν ότι η αυτοεκτίμηση [θετική ή αρνητι-κή] δεν είναι έμφυτη στο άτομο, αλλά είναι αποτέλεσμα της ποιότητας των εμπειριών του και της αλληλεπίδρασης με το ψυχολογικό και κοινω-νικό περιβάλλον του. Αυτοεκτίμηση, έστω και ελλιπής, εμφανίζεται από τα πρώτα χρόνια της ζωής και κρυσταλλώνεται σταδιακά. Το οικογενειακό περιβάλλον είναι ο πιο σπουδαίος παράγοντας, αλλά το σχολείο και η κοινωνική νοοτροπία τελικά ασκούν τεράστια
επιρροή.
Επιβεβαιώνεται η θεωρία του αυτοκαθρεπτιζόμενου εαυτού [looking-glass self] σύμφωνα με την οποία τα συναισθήματα που τρέφει το άτομο για τον εαυτό του αντανακλούν τα συναισθήματα των άλλων προς αυτό.
Η αύξηση της αυτοεκτίμησης είναι δυνατή ανεξάρτητα από την ηλικία και εδράζεται στην αυτογνωσία, τον αυτοέλεγχο και την αυτοπειθαρχία.
Όσο πιο πολύ εκτιμάει κανείς τον εαυτό του, τόσο πιο λίγα απαιτεί από τους άλλους. Όσο πιο λίγα απαιτεί, τόσο περισσότερο τους εμπιστεύεται. Όσο πιο πολύ εμπιστεύεται τον εαυτό του και τους άλλους τόσο πολύ ευκολότερα τους αγαπάει και λιγότερο τους φοβάται. Τόσο πιο πολλά οι-κοδομεί μαζί τους. Τόσο πιο πολύ τους γνωρίζει. Τόσο πιο στέρεοι είναι δεσμοί και οι γέφυρες ανάμεσα σε αυτόν και τους άλλους. Τόσο υγιής Κοινωνία δομείται….
Σήμερα κάτω από ένα ανελέητο βομβαρδισμό ανεξέλεγκτων πληροφο-ριών, με εύθραυστους οικογενειακούς δεσμούς, με αμβλυμμένες τις κλασσικές αξίες και με άκριτη «ισότητα» που οδηγεί σε γενική ισοπέδωση η υψηλή αυτοεκτίμηση καθίσταται μάλλον ουτοπία. Στην καλύτερη πε-ρίπτωση να αναπτυχθεί ένας εγωισμός που απέχει πολύ από την υψηλή αυτοεκτίμηση, από την οποία αναδύεται η ευσταθής αυτοπεποίθηση.
Το Φιλότιμο [philotimo]:Η έντονη συναίσθηση της τιμής. Η ενσυνείδητη προσπάθεια για ανταπόκριση στο καθήκον. Συσχετίζεται με την γενναιό-τητα, τη τιμιότητα, την ευθύτητα, την ευθιξία, τη μεγαλοψυχία, την άμιλ-λα και την ελληνική λεβεντιά.
Έχει ονομασθεί Ελληνικό Φιλότιμο, καθόσον είναι ιδιάζουσα έννοια του ελληνικού τρόπου σκέψεως και αντίδρασης.
Είναι αρετή και συνιστά την κινητήρια δύναμη για επιτεύγματα που εγγί-ζουν την έννοια του θαύματος. Στο ελληνικό φιλότιμο αποδίδονται όλα τα κατορθώματα της φυλής μας και η διαρκής παρουσία- προσφορά της στην Ιστορία της Ανθρωπότητας.
Τις τελευταίες δεκαετίες φαίνεται ότι αμβλύνθηκε σημαντικά η έννοια Ελληνικό Φιλότιμο, γιατί ο εξωτερικός κίνδυνος που μας ενώνει δεν είναι τόσο ορατός και πλημμυρίσαμε από την ατομική «ευδαιμονία».
ΣΥΝΘΕΣΗ- ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Οι τρεις παραπάνω έννοιες συνιστούν η καθεμιά της μια διακεκριμένη αρετή, καθόσον είναι δυνατότητα ενέργειας αλλά και ειδοποιός δυνατό-τητα.
Αναδύονται από τη σύνθεση των ρυθμιστικών αξιών της αλήθειας, του κάλλους και του αγαθού. Ήτοι έχουν ρεαλιστικό, αισθητικό και ηθικό χα-ρακτήρα.
Είναι τρίδυμες αρετές με μόνη διαφορά μεταξύ τους την εκάστοτε ανα-λογία και προτεραιότητα των συνιστωσών αξιών. Στην αξιοπρέπεια κυ-ριαρχεί η ρεαλιστική αντικειμενικότητα, στην αυτοεκτίμηση η εσωτερική αρμονία και στο φιλότιμο η ηθική στάση.
Και οι τρεις άπτονται της αξίας της ιερότητας, καθόσον αναφέρονται στον άνθρωπο ως πρόσωπο- υπέρτατη αξία.
Η καθεμιά ξεχωριστά προσφέρει αξιόλογη δύναμη σε ένα ορίζοντα ε-φαρμογής. Από την ταυτόχρονη, όμως, και αρμονική τους σύνθεση ανα-δύεται το ευγενές πείσμα. Μια δυναμική αρετή που ανήκει αυθεντικά στην ιερότητα, ως κρυσταλλωμένη πεποίθηση με ισχυρό ρίζωμα στο κα-ταπίστευμα των προγόνων μας και την ιερά παράδοσή μας.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Όταν συνδυασθούν αρμονικά οι αρετές της αξιοπρέπειας, της αυτοεκτί-μησης και του ελληνικού φιλότιμου συγχωνεύονται οι ορίζοντες εφαρμο-γής τους, οπότε αναδύεται καινούργια δύναμη δράσεως το πανίσχυρο θετικό πείσμα.
Με αυτό το πείσμα, που εδράζεται σε στέρεα και υγιή θεμέλια των τρί-δυμων αρετών, ο Έλληνας πάλεψε σε όλους τους αγώνες του.
Με το ευγενές πείσμα γίνεται άλλος άνθρωπος.
Το μυαλό του ξελαμπικάρει και βλέπει την πραγματικότητα, όπως είναι και όχι όπως θα ήθελε να είναι.
Η καρδιά του πλημμυρίζει με αγνό παλμό.
Αναγνωρίζει τα λάθη του και διδάσκεται από αυτά. Αποδέχεται τις ενο-χές του και τις συνέπειες τους και δεν τις αποδίδει στους άλλους και στον …Εωσφόρο. Πνίγει τη μουρμούρα και βρίσκει το χαμόγελό του. Τότε θε-ωρεί τον εαυτό του άξιο να αναλάβει τις ευθύνες του. Αξιοποιεί τις δυνά-μεις του…
Συγχωνεύει τις αντιδικίες και στραγγαλίζει τη διχοστασία και τη διχό-νοια. Συνειδητοποιεί, ότι το ατομικό όφελος είναι συνάρτηση εκείνου του διπλανού του, γι’ αυτό τοποθετεί το δικό του συμφέρον κάτω από το εθνικό.
Εγκαταλείπει τον καφενέ και αρπάζει με θάρρος και αυτοπεποίθηση τα «όπλα» της ζωής και του αγώνα προόδου. Με τα δικά του χέρια οργώνει τα ευλογημένα χώματα της Γης των Πατέρων του και παράγει ασύγκριτα προϊόντα.
Σταματάει τις «καταλήψεις» και ανοίγει τα Σχολειά και τα Πανεπιστήμια για σπουδές και για μάθηση. Η οξύνοιά του κατεβάζει νέες ιδέες προόδου και ανάπτυξης. Καθαρίζει τις μοναδικές στον Κόσμο ακτές της θάλασσας της Πατρίδας του.
Σχεδιάζει και χτίζει μια νέα Χώρα. Ρυθμίζει, χωρίς υποδείξεις ξένων, όσα απαιτούνται για μια εύρυθμη Κοινωνία.
Δημιουργεί μια Πατρίδα σύγχρονη, η οποία ως εφάμιλλη μπορεί να συ-νεργάζεται αρμονικά στο σημερινό Παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Εφαρμόζει τους Νόμους της Πολιτείας, γιατί έχει ξεκαθαρίζει στο μυαλό του ότι οι νόμοι περιορίζουν στο βαθμό που απαιτεί η αρμονική συνύ-παρξη το ύπατο αγαθό, την ατομική του ελευθερία, αλλά η βία της αναρ-χίας την θανατώνει.
Με αυτά τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τα πιστεύω συνεργάζεται με τον συμπατριώτη του και δεν το καταπολεμάει. Τον αμιλλάται.
Με αυτό τον ψυχικό παλμό κατόρθωσε η φυλή μας, τα όσα μοναδικά έχει πετύχει.
Και είναι τότε, που οι Ξένοι νιώθουν θαυμασμό και όχι οικτιρμό. Τότε υμνούν τα επιτεύγματα και προστρέχουν ως φιλέλληνες.
Έτσι ακριβώς έγινε σε όλους τους αγώνες του Έθνους μας.
Έτσι γράφηκε η Ένδοξη Ελληνική Ιστορία, από την αρχαιότητα έως την Παλιγγενεσία του 1821 και το Έπος της γενιάς του 1940.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι, το παράδειγμα των προγόνων μας το δι-δάσκει:
Ενωμένοι πετυχαίνουμε θαύματα. Η διχοστασία μας καταστρέφει.
Το γνωρίζουμε καλά, αλλά ο κακός εαυτός μας δεν μας αφήνει να το παραδεχτούμε.
Φταίει μόνον η ιδιοσυγκρασία της φυλής μας; Ίσως. Δεν θέλουμε να το πιστέψουμε.
Πιστεύουμε ότι πιο πολύ φταίει η λαθεμένη κουλτούρα μας. Ένα μίγμα άκρατου ατομικισμού και προσωπικής ευδαιμονίας, που συνιστούν ου-σιαστικά ένα είδος μηδενισμού, που καταλύει κάθε κοινωνικό δεσμό.
Δεν νιώθουμε, πια, ότι ανήκουμε σε ένα σύνολο, στο οποίο θα θέλαμε να ζήσουμε και εκείνο να μας φροντίζει. Ζητάμε από τους άλλους να μας δώσουν ό,τι και εμείς ακόμη δεν είμαστε σίγουροι ότι το αξίζουμε.
Την αξιοπρέπεια εμείς τη διασφαλίζουμε με τη στάση μας και δεν μας τη χαρίζει κανένας, όταν δεν πείθουμε ότι την αξίζουμε.
Δεν απομένει παρά να αναπτύξουμε την προσωπική μας, αλλά και την εθνική μας αυθεντική υψηλή αυτοεκτίμηση. Να πιστέψουμε στον εαυτό μας με ειλικρίνεια και με ρεαλιστική βάση. Να τον αγαπήσουμε. Να τον φροντίσουμε όπως το αξίζει.
Να αναπτύξουμε το Ελληνικό Φιλότιμο.
Τότε θα αναδυθεί σίγουρα το ευγενές πείσμα δράσεως.
Με αυτά τα νάματα να εμπνεύσουμε τα παιδιά μας.
Και τότε το Εθνικό, με το οποίο είναι συνυφασμένο και το προσωπικό, καλό, όπως και η αξιοπρέπειά μας είναι απόλυτα εξασφαλισμένα.
Όλα τούτα όμως είναι εύγευστοι καρποί της σφαιρικής καλλιέργειας και ανάπτυξης της ανθρώπινης προσωπικότητας. Του ελεύθερου ανθρώπου ως όλον.
Είναι έργο, σκοπός και επίτευγμα της Παιδείας μας που ονομάζουμε Ο-λιστική Παιδεία. Κοντολογίς της Παιδαγωγίας και της Ανδραγωγίας.
Το οφείλουμε, θαρρούμε, στην Πατρίδα και τα παιδιά μας να ασχολη-θούμε όλοι μας μεθοδευμένα με επιμέλεια και φιλότιμο με αυτού του είδους την ευρύτατη Παιδεία.
Πρέπει και μπορούμε να αρχίσουμε με πείσμα. Ποτέ δεν είναι αργά.
του Δημήτρη Μπάκα
Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024
Το Ευλογημένο Μαντρί του ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Κρύο τάντανο έκανε, παραμονή Χριστούγεννα. Ο αγέρας σα να ’τανε κρύα φωτιά κι έκαιγε. Μα ο κόσμος ήτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Είχε βραδιάσει κι ανάψανε τα φανάρια με το πετρόλαδο. Τα μαγαζιά στο τσαρσί φεγγοβολούσανε, γεμάτα απ’ όλα τα καλά. Ο κόσμος μπαινόβγαινε και ψώνιζε· από το ’να το μαγαζί έβγαινε, στ’ άλλο έμπαινε. Κι όλοι χαιρετιόντανε και κουβεντιάζανε με γέλια, με χαρές.
Οι μεγάλοι καφενέδες ήτανε γεμάτοι καπνό από τον κόσμο που φουμάριζε. Ο καφενές τ’ Ασημένιου είχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Είχε μέσα δύο σόμπες και τα τζάμια ήτανε θαμπά, απ’ όξω έβλεπες σαν ήσκιους τους ανθρώπους. Οι μουστερήδες είχανε βγαλμένες τις γούνες από τη ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραίοι.
Κάθε τόσο άνοιγε η πόρτα και μπαίνανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα. Άλλα μπαίνανε, άλλα βγαίνανε. Και δεν τα λέγανε μισά και μισοκούτελα, μα τα λέγανε από την αρχή ίσαμε το τέλος, με φωνές ψαλτάδικες, όχι σαν και τώρα, που λένε μοναχά πέντε λόγια μπρούμυτα κι ανάσκελα, και κείνα παράφωνα.
Αντίκρυ στον μεγάλον καφενέ τ’ Ασημένιου ήτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα και τέτοια. Ίσια-ίσια αντίκρυ στη μεγάλη πόρτα του καφενέ ήτανε ένα μικρό καφενεδάκι, το πιο φτωχικό σ’ όλη την πολιτεία, μία ποντικότρυπα.
Ενώ ο μεγάλος ο καφενές φεγγολογούσε και τα τζάμια ήτανε θολά από τη ζέστη, η ποντικότρυπα ήτανε σκοτεινή, γιατί η λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία άναβε, μία έσβηνε, όπως έμπαινε ο χιονιάς από τα σπασμένα τζάμια της πόρτας. Η φιτιλήθρα ήτανε στραβοβιδωμένη και τσαλαπατημένη σαν το μούτρο του καφετζή, του μπαρμπα-Γιαννακού του Χατζή, το φιτίλι στραβοκομμένο, το γυαλί σπασμένο από το ’να μάγουλο και στην τρύπα είχανε κολλημένο ένα κομμάτι ταραμαδόχαρτο. Βάλε με το νου σου τι φως έδινε μια τέτοια λάμπα! Κάτω τα σανίδια ήτανε σάπια και τρίζανε.
Στον τοίχο ήτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σαν αρχαία εικονίσματα: το ’να παρίστανε τον Μέγα Πέτρο μέσα σε μία βάρκα που την έδερνε η φουρτούνα, τ’ άλλο τον μάντη Τειρεσία, που μιλούσε με τον Αγαμέμνονα, τ’ άλλο τον Παναγή τον Κουταλιανό που πάλευε με την τίγρη.
Η πελατεία ήτανε συνέχεια με το καφενείο. Όλοι-όλοι ήτανε πέντ’-έξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, με κάτι τρύπιες γούνες που δεν τις έπιανε αγκίστρι. Δύο-τρεις ήτανε γιαλικάρηδες, δηλαδή είχανε καμιά σάπια βάρκα και βγάζανε θαλασσινά για μεζέδες, που τα λέγανε γιαλικά, γιατί βρίσκουνται στο γιαλό, δηλαδή στα ρηχά νερά. Οι άλλοι ήτανε φρουκαλάδες, δηλαδή κάνανε φρουκαλιές. Ήτανε και κανένας νεροκουβαλητής και κανένας καρβουνιάρης. Να, αυτή ήτανε η πελατεία.
Ο βοριάς έμπαινε μέσα με την τρούμπα και στριφογύριζε τη λάμπα που κρεμότανε από το μαυρισμένο ταβάνι κι αναβόσβηνε. Από το κρύο τρέμανε οι γέροι και χουχουλίζανε τα χέρια τους, τα βάζανε κι από πάνω από το τσιγάρο, τάχα για να ζεσταθούνε.
Ο φουκαράς ο καφετζής, για να μην παγώσει, έκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε από το τεζάκι ίσαμε την πόρτα, με την παλιογούνα ριχμένη από πάνω του, και, για να δώσει κουράγιο στην πελατεία, εκεί που σουλατσάριζε, τον επίανε το σύγκρυο και χτυπούσανε τα κατωσάγονά του, κι έσφιγγε απάνω του την παλιοπατατούκα του κι έλεγε:
– Εεεέχ! Μωρέ, ζεστό που είναι το καφενεδάκι μας!…
Ύστερα γύριζε κι έδειχνε τον μεγάλον καφενέ, που καπνίζανε κάργα οι σόμπες, κι έλεγε:
– Αντίκρυ, σκυλί ψοφά από το κρύο…, σκυλί ψοφά!
Ο καημένος ο μπαρμπα-Χατζής!
Απ’ όξω περνούσε κόσμος βιαστικός, με γέλια και με χαρές. Από ‘δω κι από ‘κει ακουγόντανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα στα μαγαζιά.
Η ώρα περνούσε κι ανάριευε σιγά-σιγά ο κόσμος. Τα μαγαζιά σφαλούσαν ένα-ένα. Μοναχά μέσα στα μπαρμπεριά ξουριζόντανε ακόμα κάτι λίγοι.
Στο τσαρσί λιγόστευε η φασαρία, μα στους μαχαλάδες γυρίζανε τα παιδιά με τα φανάρια και λέγανε τα κάλαντα στα σπίτια. Οι πόρτες ήτανε ανοιχτές, οι νοικοκυραίοι, οι νοικοκυράδες και τα παιδιά τους, όλοι ήτανε χαρούμενοι, κι υποδεχόντανε τους ψαλτάδες και κείνοι αρχίζανε καλόφωνοι σαν χοτζάδες:
Καλήν εσπέραν, Άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη…
Κι αφού ξιστορούσανε όσα λέγει το Ευαγγέλιο, τον Ιωσήφ, τους αγγέλους, τους τσομπάνηδες, τους Μάγους, τον Ηρώδη, το σφάξιμο των νηπίων και τη Ραχήλ που έκλαιγε τα τέκνα της, ύστερα τελειώνανε με τούτα τα λόγια:
Ιδού οπού σας είπαμεν όλην την ιστορίαν,
του Ιησού μας του Χριστού γέννησιν την αγίαν.
Και σας καλονυκτίζομεν, πέσετε, κοιμηθείτε,
ολίγον ύπνον πάρετε και πάλιν σηκωθείτε.
Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθείτε,
στην εκκλησίαν τρέξατε, με προθυμίαν μπείτε.
Ν’ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν
και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν.
Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας,
ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας.
Και τον σταυρόν σας κάμετε, γευθείτε, ευφρανθείτε,
δότε και κανενός πτωχού, όστις να υστερείται.
Δότε κι εμάς τον κόπον μας, ό,τ’ είναι ορισμός σας
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.
Και εις έτη πολλά!
Μπαίνανε στο σπίτι με χαρά, βγαίνανε με πιο μεγάλη χαρά. Παίρνανε αρχοντικά φιλοδωρήματα από τον κουβαρντά τον νοικοκύρη κι από τη νοικοκυρά λογιών-λογιών γλυκά, που δεν τα τρώγανε, γιατί ακόμα δεν είχε γίνει η Λειτουργία, αλλά τα μαζεύανε μέσα σε μία καλαθιέρα.
Αβραμιαία πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οι άνθρωποι και γινήκανε σαν ξερίχια από τον πολιτισμό! Πάνε τα καλά χρόνια!
Όλα γινόντανε όπως τα ’λεγε το τραγούδι: Πέφτανε στα ζεστά τους και παίρνανε έναν ύπνο, ώσπου αρχίζανε και χτυπούσανε οι καμπάνες από τις δώδεκα εκκλησιές της χώρας. Τι γλυκόφωνες καμπάνες! Όχι σαν τις κρύες τις ευρωπαϊκές, που θαρρείς πως είναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε όλοι, βάζανε τα καλά τους και πηγαίνανε στην εκκλησιά.
Σαν τελείωνε η Λειτουργία, γυρίζανε στα σπίτια τους. Οι δρόμοι αντιλαλούσανε από χαρούμενες φωνές. Οι πόρτες των σπιτιών ήτανε ανοιχτές και φεγγοβολούσανε. Τα τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ’ άσπρα τραπεζομάντηλα κι είχανε πάνω ό,τι βάλει ο νους σου. Φτωχοί και πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οι αρχόντοι στέλνανε απ’ όλα στους φτωχούς. Κι αντίς να τραγουδήσουνε στα τραπέζια, ψέλνανε το Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Αφού ευφραινόντανε απ’ όλα, πλαγιάζανε ξέγνοιαστοι, σαν τ’ αρνιά που κοιμόντανε κοντά στο παχνί, τότες που γεννήθηκε ο Χριστός, εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας.
Τώρα ας πάμε την ίδια βραδιά στην αντικρινή στεριά, που τρεμοσβήνουνε ένα-δύο μικρά φωτάκια, πέρα από το πέλαγο, που βογγά από τον άγριο τον χιονιά.
Είναι ένα μαντρί πίσω από μία ραχούλα, κοντά στη θάλασσα, φυτρωμένη από πουρνάρια. Αυτό το μαντρί είναι του Γιάννη του Βλογημένου. Τα πρόβατα είναι σταλιασμένα κάτω από τη σαγιά και ακούγουνται τα κουδούνια, τιν-τιν, όπως αναχαράζουνε. Επειδή γεννάνε, οι τσομπαναραίοι παραφυλάγουνε και, μόλις γεννηθεί κανένα αρνί, τ’ αρπάνε και το μπάζουνε στο καλύβι και το ζεσταίνουνε στη φωτιά να μην παγώσει. Απ’ όξω φωνάζουνε οι μαννάδες. Η φωτιά ξελοχίζει και το καλύβι είναι σαν χαμάμι.
Εκεί μέσα βρίσκουνται εξ-εφτά νοματέοι, καθισμένοι γύρω από τον σοφρά. Πρώτος είναι ο αρχιτσέλιγκας Γιάννης ο Βλογημένος, που, άμα τον δεις, θαρρείς πως βρίσκεσαι αληθινά στο μαντρί που γεννήθηκε ο Χριστός. Είναι αρχαίος άνθρωπος, αθώος, με γένια μαύρα, σαν άγιος. Τα ρούχα που φορά είναι βρακιά ανατολίτικα, στα ποδάρια του έχει τυλιγμένα πετσιά δεμένα με λαγάρες, στο σελάχι του έχει ήσκα και τσακμάκι. Κι οι άλλοι τσομπάνηδες είναι σαν τον Γιάννη, μονάχα που ο Γιάννης κάθεται με το πουκάμισο, ενώ οι άλλοι, επειδή βγαίνουνε όξω για να κοιτάζουνε τα νιογέννητα, φοράνε προβιές προβατίσιες, με το μαλλί γυρισμένο από μέσα.
Αυτοί που κάθουνται στον σοφρά είναι μουσαφιραίοι. Ο ένας είναι ο Παναγής ο Στριγκάρος, κοντραμπατζής ξακουσμένος για την παλικαριά του. Είχε πάγει για κυνήγι και νυχτώθηκε στο μαντρί. Με τον Γιάννη γνωριζόντανε από χρόνια κι είχε κοιμηθεί πολλές φορές στη στάνη. Οι άλλοι τρεις ήτανε καρβουνιάρηδες, που κάνανε κάρβουνα εκεί κοντά. Οι άλλοι δύο ήτανε ψαράδες, ο γερο-Ψύλλος με το γιο του, τον Κωσταντή.
Καθόντανε λοιπόν γύρω στο σοφρά και τρώγανε. Απάνω στο τραπέζι ήτανε κρέατα, μυτζήθρες ανάλατες, μανούρια, αγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι άλλα πουλιά του κυνηγιού.
Ο ένας ο καρβουνιάρης ήτανε από τα μπουγάζια της Πόλης, από τη Μάδυτο, κι ήξερε κι έψελνε καλά, είχε και φωνή γλυκιά και βαριά, τζουράδικη. Έψαλε το Μεγάλυνον, ψυχή μου, με τέτοιο μεράκι, που κλάψανε οι άλλοι που τον ακούγανε, κι ο Γιάννης ο Βλογημένος. Το καλύβι γίνηκε σαν εκκλησιά, έλεγες πως εκεί μέσα γεννήθηκε ο Χριστός.
Απ’ έξω ο χιονιάς μούγκριζε και τσάκιζε τα ρουπάκια. Ο γερο-Στριγκάρος καθότανε στα σκοτεινά συλλογισμένος και μασούσε το μουστάκι του. Φορούσε μία κατσούλα από αστραχάν, μ’ όλο που έκανε ζέστη, κι είχε χωμένη την απαλάμη του κάθε χεριού του μέσα στ’ ανοιχτό μανίκι τ αλλουνού χεριού.
Για μία στιγμή σωπάσανε να κουβεντιάζουνε. Ο Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε το χώμα. Κούνησε κάμποσο το κεφάλι του, κι άνοιξε το στόμα του κι είπε:
– Βρε παιδιά, καλά εσείς, γιορτάζετε τη χάρη Του, είσαστε καλοί άνθρωποι. Αμ εγώ, τι ψυχή θα παραδώσω, που σκότωσα καμιά κοσαριά ανθρώπους; Ακόμα και γυναίκες ξεκοίλιασα, και μωρά πράματα χάλασα!
Κανένας δε μίλησε. Ύστερ’ από ώρα, σαν να ’τανε μοναχός, ξανακούνησε το κεφάλι του κι αναστέναξε κι είπε: Άραγες υπάρχει Κόλαση και Παράδεισο;…
Και δάγκασε το μουστάκι του. Ξανακούνησε το κεφάλι του κι είπε μέσα στο στόμα του, σα να μιλούσε με τον εαυτό του:
– Δεν μπορεί! Κατιτίς θα υπάρχει…
Και δεν ξαναμίλησε.
Το βλογημένο μαντρί (Φώτης Κόντογλου)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Πολλές φορές η έμπνευση μας εγκαταλείπει
Μία καλή ιδέα είναι το εναρκτήριο σημείο, το έναυσμα για οτιδήποτε κάνουμε, το κίνητρο της δράσης και το στοιχείο που χαρακτηρίζει τις επ...

-
"Πού τα σκέφτεσαι όλα αυτά που γράφεις;" "Δεν τα σκέφτομαι. έρχονται μόνα τους." "Πώς;" "Δεν ...
-
Την παρουσίαση άνοιξε η κ. Αννίτα Πρασσά δόκτωρ ιστορίας και διευθύντρια Του Γενικού Αρχείου του κράτους στο Βόλο «λέγοντας» Αρκετοί φο...