Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Από την παρουσίαση του βιβλίου Έρωτες και Φιλίες Από τα Χρόνια της Αντάρτικης προσφυγιάς.

Την παρουσίαση άνοιξε η κ. Αννίτα Πρασσά δόκτωρ ιστορίας και διευθύντρια Του Γενικού Αρχείου του κράτους στο Βόλο «λέγοντας» Αρκετοί φορείς πλαισιώνουμε και υποστηρίζουμε την παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου του κ. Χρήστου Τσουκάλη. Ενός ανθρώπου ο οποίος από τη στιγμή που άρχισε να δημοσιεύει,συνεχώς μας εκπλήσσει ευχάριστα. Ο κ. Τσουκάλης από το γειτονικό και ιστορικό Σέσκλο, ο οποίος έχει ήδη συμπληρώσει 80 χρόνια ζωής, αποτελεί μία χαρακτηριστική μελέτη περίπτωσης, μία casestudy (όπως λέμε στην Ελλάδα). Είναι η περίπτωση του ανθρώπου που συνεχώς αναζητά κάτι καλύτερο, επιδιώκοντας μια συνεχή αυτο-βελτίωση. Όσο μπορώ να τον γνωρίζω προσωπικά, αλλά κυρίως μέσα από το μπλογκ του, συναντώ έναν πολύ κοινωνικό άνθρωπο, που δεν διστάζει να μοιράζεται δημόσια, διαδικτυακά τις σκέψεις και τις απόψεις του για διάφορα θέματα. Ασχολείται με τη συγγραφή και παράλληλα η ίδια του η ζωή έχει μυθιστορηματική χροιά. Γεννημένος τον Φλεβάρη του 1944, μέσα στην Κατοχή, στα σκληρά χρόνια της Κατοχής, δύο μήνες μετά την εκτέλεση των 115 συμπατριωτών μας στη Δράκεια, που έγινε στις 18 Δεκέμβρη του 1943, μεγάλωσε με αυτό το ανεξίτηλο αποτύπωμα στη νεανική ψυχή του, καθώς ο θείος του ήταν ο μόνος επιζών (θέμα του δεύτερου βιβλίου του) και οι γονείς του τους εμφύσησαν την αγάπη για την πατρίδα και την αντίσταση στο φασισμό. Οι δυσκολίες της ζωής δεν του επέτρεψαν να ικανοποιήσει την αγάπη για μάθηση ώσπου στα 74 χρόνια του πέρασε το κατώφλι του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας. Όταν οι συνομήλικοί του πήγαιναν στο καφενείο, ο κ. Χρήστος άρχιζε ένα νέο ταξίδι στη ζωή του, εγκαινιάζοντας ένα δεύτερο μεγάλο κεφάλαιο. Θα μπορούσα να πω ότι η διαδρομή του έχει δύο ζωές με χρονικό ορόσημο την εγγραφή του στο σχολείο αυτό. Ο συγγραφέας μας είναι η καλύτερη «διαφήμιση» για το ΣΔΕ, για την ποιότητα της εκπαίδευσης και για τα ερεθίσματα που δίνει στους ενήλικες μαθητές του. Ένα σχολείο με εξαιρετικό διευθυντή και συναδέλφους εκπαιδευτικούς, το έργο των οποίων έχουμε διαπιστώσει και εμείς στα ΓΑΚ μέσα από τη συμμετοχή των μαθητών του στις εκπαιδευτικές μας δράσεις. Το ενδιαφέρον τους, οι προβληματισμοί τους, οι ερωτήσεις τους πάντα μας συγκινούν ιδιαίτερα. Είναι ο χώρος που δίνει στον άνθρωπο την αναγκαία δεύτερη ευκαιρία στη ζωή του. Όλοι και όλες μας άλλωστε έχουμε ανάγκη από δεύτερες ευκαιρίες στη ζωή μας. Εδώ μιλάμε για δεύτερη ευκαιρία στη Γνώση. Και η Γνώση έχει δύναμη. Τη δύναμη να ανοίγει ορίζοντες στον άνθρωπο, που μπαίνει στο ταξίδι της δια βίου μάθησης. Ορίζοντες που του δίνουν αυτοπεποίθηση και δύναμη. Αυτή τη δύναμη αναζητούσε και βρήκε ο κ. Τσουκάλης στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας, μετά από την ενθάρρυνση και παρακίνηση της συζύγου του κας Κατερίνας. Μια υποστήριξη που ο ίδιος της το αναγνωρίζει και δημόσια. Έκτοτε ασχολήθηκε, θα έλεγα, συστηματικά με τη συγγραφή, εμπνεόμενος από αληθινές ιστορίες της Κατοχικής, Εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Ελλάδας, δύσκολων και τραυματικών συγχρόνως δεκαετιών της σύγχρονης ιστορίας μας. Αρχικά το μυθιστόρημα «Το Θαμμένο Μυστικό», βασισμένο σε μια αληθινή ιστορία που διαδραματίζεται σε κάποιο χωριό αμέσως μετά την λήξη του εμφυλίου όπου οι νέοι προσπαθούν να αντισταθούν στις προκαταλήψεις και τα ταμπού που επί αιώνες διατηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια οι προηγούμενες γενιές. Το δεύτερο βιβλίο «Ο Μόνος Επιζών» για το θέμα που σας προανέφερα.Στη συνέχεια δύο διηγήματα «Θεία Δικαιοσύνη» και «Το Θαύμα μιας Πρωτοχρονιάς» και σήμερα οι έρωτες και οι φιλίες από τα χρόνια της αντάρτικης προσφυγιάς. Δεν θα σας μιλήσω όμως εγώ για το τελευταίο βιβλίο του, για το οποίο θα μας μιλήσουν η κα Νικολάου και ο κ. Βίγκλας. Για τους λόγους όλους αυτούς λοιπόν στηρίζουμε την αποψινή εκδήλωση πέντε φορείς: τα Γ.Α.Κ. Μαγνησίας, το ΣΔΕ, η Ένωση Απόστρατων Αξιωματικών Αεροπορίας Μαγνησίας, το Κέντρου Βιβλίου Μαγνησιωτών Συγγραφέων (ΚεΒιΜαΣυ) και ο Εκπολιτιστικός Σύλλογος Σέσκλου. Χαιρετισμοί Γιώτα Κούγιαλη, συγγραφέας και Πρόεδρος του Κέντρου Βιβλίου Μαγνησιωτών Συγγραφέων (ΚεΒιΜαΣυ), ενός φορέα που υποστηρίζει ένθερμα τους Μαγνησιώτες συγγραφείς και την ανάδειξη του έργου τους. Πριν συνεχίσουμε, ας γνωρίσουμε λίγο περισσότερο τον ίδιο, όπως τουλάχιστον ο ίδιος συστήνεταιμέσα από το προσωπικό του μπλογκ: «Γεννημένος στην κατοχή περίπου οκτώ χιλιόμετρα βόρεια του χωριού μέσα σε μια καλύβα που οι διαστάσεις τις δεν ξεπερνούσε τα δέκα τετραγωνικά μέτρα. Μα οι γονείς μου, όπως και όλοι οι Έλληνες ελπίζανε και σε καλύτερες μέρες συμμετέχοντας στην αντίσταση ο καθένας όπως, και όσο μπορούσε. Από τον φόβο των Γερμανών οι περισσότεροι χωριανοί που είχαν κοπάδια με γίδια ή πρόβατα είχαν καταφύγει στις στάνες με τις οικογένειες όπου η ζωή ήταν δύσκολη. Οι χώροι υγιεινής ήταν ανύπαρκτοι και το μόνο ενδιαφέρον ήταν η επιβίωση. Ακολούθησε ο εμφύλιος που κατά τη γνώμη υπήρξε χειρότερος. Πιστεύω πως η μεγαλύτερη κατάρα σε ένα έθνος είναι αλληλοσκοτωμός που έχει τις ρίζες του από τον Κάιν και τον Άβελ. Οι γραμματικές μου γνώσεις περιορίζονταν στο απολυτήριο του δημοτικού ως στα εβδομήντα τέσσερα χρόνια μου, οπότε μου δόθηκε η δυνατότητα να τελειώσω και το σχολείο δεύτερης ευκαιρίας. Γι’ αυτό ζητώ την επιείκεια σας σε ότι αφορά τα ορθογραφικά και συντακτικά μου λάθη αφού τότε η απόκτηση γνώσεις ήταν προσιτή μόνο σε όσους είχαν την οικονομική ευχέρεια. Τα βιβλία τα δίδακτρα ήταν ακριβά και ο φτωχός λαός ακόμη πεινούσε αφού η Ελληνική οικονομία ήταν τελείως διαλυμένη και προσπαθούσε να ορθοποδήσει με εξωτερική βοήθεια όπως παράδειγμα το σχέδιο Μάρσαλ. Το πρώτο μου επάγγελμα ήτανε βοσκός, έπειτα εργάτης γης, ανειδίκευτος εργάτης κλωστοϋφαντουργίας, οικοδομικός εργάτης, στρατιωτική θητεία, οδηγός αυτοκινήτου, οικοδόμος ξανά, και παράλληλα για τριάντα έξει μήνες παρακολούθησα μαθήματα ραδιοτεχνίας. Μετά την απόκτηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος λειτούργησα δικό μου εργαστήριο επισκευής ραδιοφώνων, τηλεοράσεων, βίντεο και άλλων συναφών ηλεκτρονικών συσκευών.Ύστερα από εμπειρία στον χώρο της αγορά τόλμησα το «επιχειρείν» ως ότου συνταξιοδοτήθηκα. Από την παιδική μου ηλικία είχα την τάση μα και περιέργεια να παρακολουθώ και να καταγράφω ιστορίες από γεγονότα που συμβαίναν χωρίς να κάνω διάκριση αν ήταν ευχάριστα, δυσάρεστα, ευτράπελα, ελπίζοντας πως κάποια μέρα θα είχα την δυνατότητα να τα μοιραστώ με άλλους. Πιστεύω πως το να διηγείται κάποιος μια ιστορία η ακόμη και μυθοπλασία που βασίζετε σε πραγματικά γεγονότα προσφέρει στον αναγνώστη την δυνατότητα αφενός να αντλεί πληροφορίες για μια ξεπερασμένη εποχή μα και διασκέδαση αφήνοντας την φαντασία του να ταξιδεύει σε μια αλλοτινή εποχή με ήθη και έθιμα που σήμερα έχουν πλέον ξεχαστεί».

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025

Ο Έρωτας στον Πλάτωνα:

Ο Έρωτας στον Πλάτωνα: Μια άλλη διάσταση του Έρωτα. Για αυτόν τον λόγο ο Έρωτας στον Πλάτωνα κατέχει καίριο ρόλο στο σύστημα του και δεν αποτελεί κάτι ανεξάρτητο αλλά είναι εμφανής στην ηθική, την μεταφυσική και την οντολογία του. Ο Πλάτωνας ίσως είναι ο πρώτος φιλόσοφος που αναλύει διεξοδικά τον έρωτα και όχι μόνο τον σωματικό και ηδονικό έρωτα όπως ήταν και είναι γνωστός στους ανθρώπους αλλά τον έρωτα, τον παρακινητικό. Συμπόσιο ή περί Έρωτος Ο Έρωτας στον Πλάτωνα αναλύεται στο διάλογο Συμπόσιο ή περί Έρωτος. Σε αυτόν τον διάλογο συμμετέχουν έξι ομιλητές οι οποίοι είναι: ο Αγάθων, ο Αριστοφάνης, η Διοτίμα, ο Ερυξίμαχος, ο Φαίδρος και ο Παυσανίας. Καθένας από αυτούς παρουσιάζει μια διαφορετική όψη του έρωτα. Η συζήτηση ξεκινάει πρώτα με τον Φαίδρο ο οποίος πλέκει το εγκώμιο του έρωτα καθώς υποστηρίζει πως είναι ο αρχαιότερος θεός και πως όσοι διακατέχουν τον Έρωτα είναι ικανοί για σπουδαία κατορθώματα. Ο δεύτερος ομιλητής που είναι ο Παυσανίας συνεχίζει τη συζήτηση με μια διάκριση. Διακρίνει τον Έρωτα σε θεϊκό και χυδαίο. Ο έρωτας που είναι θεϊκός στρέφει τον εαυτό του στην ψυχή ενώ ο χυδαίος ή αλλιώς πάνδημος έρωτας στρέφει τον εαυτό του προς τα σώματα. Ο Φαίδρος και ο Παυσανίας συμφωνούν στο γεγονός ότι όσοι διακατέχουν τον έρωτα διακατέχουν και την αρετή γιατί ο έρωτας είναι αυτός που οδηγεί σε σπουδαία πράγματα. Για αυτό τον λόγο το κράτος και ο στρατός θα έπρεπε να είναι συγκροτημένα από εραστές και ερωμένους. Ερυξίμαχος, Αριστοφάνης και Αγάθωνας Ο τρίτος συνομιλητής που είναι ο Ερυξίμαχος ενώ συμφωνεί με τον Παυσανία για τον διαχωρισμό του έρωτα, συμπληρώνει πως ο έρωτας είναι και κάτι σωματικό, και δεν παραμένει μόνο στην ανθρώπινη ψυχή αλλά επεκτείνει τον έρωτα μέσω της τέχνης και της επιστήμης και στο σώμα. Σε αυτό το σημείο είναι εμφανής η αντίθεση του έρωτα στον Πλάτωνα με τον έρωτα που παρουσιάζει ο Ερυξίμαχος. Ο έρωτας στον Πλάτωνα είναι αναγόμενος στην φιλοσοφία ενώ στον Ερυξίμαχο περνά στο σωματικό. Ο Αριστοφάνης μέσα από τη διήγηση ενός μύθου δείχνει μια διαφορετική όψη και λειτουργία του έρωτα. Για τον Αριστοφάνη ο έρωτας είναι μια έμφυτη στην ανθρώπινη φύση επιδίωξη για ψυχική ένωση η οποία έχει τις καταβολές της από το πεπερασμένο της ανθρώπινης φύσης. Είναι μια έμφυτη επιθυμία για την ψυχή του άλλου που θέλει να γίνει ένα με το άλλο μισό. Στη συνέχεια, ο Αγάθωνας θα φέρει στο προσκήνιο το θέμα για την καταγωγή του Έρωτα. Ως τότε κανένας άλλος ομιλητής δεν συζήτησε για την καταγωγή του Έρωτα, για αυτό τον λόγο ο Αγάθωνας ανοίγει αυτό το θέμα. Υποστηρίζει πως ο Έρωτας είναι ο νεότερος θεός και ο πιο ωραίος από όλους τους άλλους. Ωστόσο, του προσδίδει τέσσερις αρετές που είναι: η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, η γενναιότητα και η σοφία για να τονίσει ότι δεν είναι μόνο ωραίος εξωτερικά αλλά και εσωτερικά. Αυτές οι τέσσερις αρετές αποτελούν το εσωτερικό του κάλλος. Διοτίμα Τέλος, ο Πλάτωνας επιλέγει να μην βάλει τον Σωκράτη να μιλήσει για αυτόν αλλά να διηγηθεί μια συζήτηση που είχε με μια ιέρεια από τη Μαντινεία, τη Διοτίμα. Η Διοτίμα παρουσιάζει τον Έρωτα μέσα από αντιθέσεις. Αναφέρει πως δεν είναι θεός, ούτε είναι ωραίος. Δεν είναι σοφός, ούτε ευδαίμων. Δεν είναι ούτε άμαθος, ούτε άσχημος, ούτε αμαθής. Εντούτοις, τον τοποθετεί στο μεσοδιάστημα αυτών των αντιθέσεων καθώς αποτελεί ο ίδιος το μεσοδιάστημα εκεί που αρχίζει η θνητή φύση και εκεί που τελειώνει αθάνατη. Σε αυτόν τον τελευταίο λόγο ο έρωτας στον Πλάτωνα κάνει εμφάνιση ως ένα τυχαίο γεγονός στην ψυχή ενός ορισμένου ανθρώπου. Μέσα από αυτές τις αντιθέσεις του έρωτα είναι φανερή η δραματική περιπέτεια της ανθρώπινης ψυχής για να δεχτεί την επιφοίτηση του δαιμόνιου. Συμπέρασμα: Η άλλη διάσταση στον Πλάτωνα ο έρωτας. Στον Πλάτωνα ο έρωτας αποκτά μια διαφορετική διάσταση. Από τα ηδονικά σώματα τον ανυψώνει στην ψυχή και του δίνει το νόημα του κάτι φιλοσοφικού. Ο έρωτας στον Πλάτωνα είναι μέσα στα πράγματα ως γονιμοποιός δύναμη η οποία δίνει κίνητρο να συμβούν ωραία πράγματα. Είναι η κίνηση που αναφέρεται σε κάτι άλλο μακρύτερα στο μέλλον. Αυτό ακόμα δεν έχει έρθει και είναι αισθητό ως απουσία και ως στέρηση. Παλινδρομεί μεταξύ απουσίας και στέρησης, θνητότητας και αθανασίας. Έτσι, βρίσκεται πάντα στο μεσοδιάστημα όπως και ο φιλόσοφος βρίσκεται μεταξύ σοφίας και άγνοιας. Εν κατακλείδι, αυτό είναι ο έρωτας στον Πλάτωνα, η κινητήρια δύναμη μέσα στο μεσοδιάστημα των υπαρκτικών αξιών του όντος για να φτάσει στην ευδαιμονία και το φως. Βιβλιογραφικές Πηγές Δεδούσης, Β & Κορδάτος, Γ (1939). Πλάτων συμπόσιο-κριτίας. Πηγή: Ζαχαρόπουλος.

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

(Το) Η Γιασεμή (Της Ελευθερίας Λάππα)

Που πας Γιασεμή μου; Για νερό γιαγιά απαντούσε η Γιασεμή κι άρπαζε την στάμνα και εξαφανιζότανε. Δεν προλάβαινε η γιαγιά να της πει πότε τελείωσε το νερό αφού το πρωί ξαναπήγες μα η Γιασεμή είχε ήδη σκαπετήσει. Δεκατεσσάρων ήταν η Γιασεμή της και έμοιαζε στην μάνα της! Όμορφη και νοικοκυροκόριτσο. Που την έχανες που την έβρισκες όλο με την στάμνα ριγμένη στον ώμο με τα μαλλιά λυτά να ανεμίζουνε ολόξανθα σαν ώριμα στάχυα σιταριού και να χάνεται πότε για νερό, πότε να μαζέψει χόρτα που αρέσανε στη γιαγιά της, πότε να κόψει ξύλα να κάνει θυμωνιές για τον χειμώνα. Άξια σαν την μάνα της ήταν και άτυχη. Η μάνα της χάθηκε στην γέννα της Γιασεμής κι ο πατέρας της την εγκατέλειψε στα πεθερικά του. Έχασε τον άντρα της η Θανάσω και μείναν οι δυο τους. Μόνο που αυτή δεν μπορούσε να περπατήσει. Ένα πόδι είχε κι αυτό σακατεμένο. Πάνε χρόνια που το έχασε το άλλο της πόδι από μια μόλυνση. Έρανο κάνανε στο χωριό και όχι μόνο και στα γύρω χωριά πήγανε να μαζευτούνε τα χρήματα να μεταφερθεί σε νοσοκομείο να της το κόψουν. Ήταν την χρονιά που πέθανε ο άντρας της. Τότε το έπαθε το κακό. Με την μοίρα της τα είχε βάλει εκείνη την ημέρα. Με την μοίρα της και έσκουζε μήπως και την λυπηθεί. Της έλεγε για την μάνα της Γιασεμής που της την πήρε. Για τον πατέρα της που την άφησε μια σταλιά παιδάκι. Στη χούφτα της χώραγε όταν την παράτησε και έφυγε και δεν τον είδαν ποτέ. Ζούσε; Πέθανε; Κανείς δεν ήξερε να της πει. Της έλεγε και για τον άντρα της που δεν τον άφησε να ζήσει να έχουν κι αυτές ένα στήριγμα αντρικό. Ας τον άφηνες της έλεγε της μοίρας της λίγα χρόνια ακόμα να μεγαλώσουν την Γιασεμή κι ας τον έπαιρνες μετά. Είχαν γεμίσει τα μάτια της δάκρυα κι αντί η καψερή να σκάψει το χώμα να φυτέψει το μποστάνι της, χτύπησε το δάχτυλο και κόπηκε σαν πράσο. Σαν το πράσο κόπηκε λες κι ήταν ψεύτικο. Ήταν που έσκουζε να την λυπηθεί η μοίρα. Να πεις πως το έκανε και ψέματα; Από την ψυχή τα έβγαζε τα δάκρυα μα η μοίρα φαίνεται δεν τα είδε. Στραβώθηκε γιατί αν τα έβλεπε δεν θα ήταν σκληρή μαζί της. Και καλά εγώ της είπε. Το ορφανό δεν το λυπάσαι; Και πιάνει το τσαπί και πάει το δάχτυλο. Κι η καημένη η Θανάσω αντί να τουλουπώσει το κομμένο πόδι άρχισε η δόλια να μουτζώνει και να φωνάζει προς τα που είσαι να σου δώσω κι άλλες μπας και ξεστραβωθείς. Η ζημιά είχε γίνει. Το δάχτυλο χάθηκε μέσα στο μποστάνι η πληγή γέμισε αίματα και χώμα και τώρα κάθε λίγο φωνάζει που είσαι Γιασεμάκι μου; Εδώ γιαγιά. Που πας Γιασεμή μου για νερό γιαγιά. Στα δεκατέσσερα ήταν. Πριν από ένα χρόνο ήταν που πήγε κι έπεσε στην αγκαλιά της γιαγιάς της και έκλαιγε το πουλάκι της κι έκλαιγε και δεν ήξερε πως να της πει εκείνο που είδε στα ποδαράκια της. Κι όταν σταμάτησε πια να κλαίει κατάλαβε η Θανάσω πως της είχαν έρθει τα ρούχα της. Της σκούπισε τα δάκρυα, της χτένισε τα στάχυα της, την φίλησε στα μαγουλάκια της και της είπε πως αυτό θα το βλέπει κάθε μήνα και πως εκείνη θα της έχει έτοιμα πανάκια από παλιές πετσέτες ραμμένα στο εσώρουχο να τα συχναλλάζει ώσπου να της περνάει. Τέσσερις μέρες Γιασεμάκι μου και θα περνάει της είπε και μην κλαις παιδί μου. Όλες οι γυναίκες το έχουμε αυτό. Έτσι μας έφτιαξε ο θεός. Μα ξέχασε να της πει η Θανάσω πως όταν το έχεις αυτό τότε μπορείς να κάνεις και παιδί και πως δεν πρέπει να σε φιλήσει κανένας άντρας αν δεν είναι ο άντρας σου. Το ξέχασε η δόλια. Το ξέχασε. Που πας Γιασεμή μου; Πάω να σου μαζέψω χόρτα που σου αρέσουν γιαγιά. Μην αργήσεις νισιάνι μου. Όχι γιαγιά μου κι όλο αργούσε το Γιασεμάκι της κι όλο ξεπόρτιζε τάχα μου για δουλειές. Και ψέματα δεν έλεγε για τις δουλειές γιατί και ξύλα έφερνε και την στάμνα γεμάτη την έφερνε. Μα να...αργούσε λίγο παραπάνω. Κάποια βράδια η Θανάσω άκουγε σαν κάποιος να πετούσε λιθαράκια στο παραθύρι κι η Γιασεμή έκανε πως δεν τα άκουγε. Σαν της έλεγε άντε νισιάνι μου να δεις τι είναι, έβγαινε έξω το Γιασεμάκι της κι ερχόταν αφού είχε περάσει κάμποση ώρα. Τι ήταν Γιασεμή μου κι άργησες; Τίποτα γιαγιά μου. Πήγα μέχρι την καλύβα με τα ζώα να δω πως είναι. Κλείδωνε την πόρτα και ξάπλωνε να κοιμηθεί αφού ταχτοποιούσε την γιαγιά της κι αφού την αγκάλιαζε λέγοντάς της καληνύχτα. Το ξέχασε η δόλια να της το πει. Το ξέχασε. Έβλεπε το Γιασεμάκι της να κάνει κάνει εμετό. Αρρώστησες παιδί μου πέρα δόθε όλη μέρα να κουβαλάς νερό να κόβεις ξύλα. Μα φτάνουν πια. Τρεις θυμωνιές έκανες. Θα τον βγάλουμε τον χειμώνα. Ένα διάστημα δεν έτρωγε και κείνη η καψερή,τι έχεις παιδί μου; Γιατί είσαι ανόρεχτη; Κι άμα την έβλεπε να τρώει η χαρά της ήταν μεγάλη. Δόξα τον θεό έλεγε της ήρθε η όρεξη ξανά. Είχε τόση όρεξη το Γιασεμάκι της που πάχυνε κιόλας κι η Θανάσω της έλεγε στενέψανε τα φουστάνια σου μα σου πάει το πάχος νισιάνι μου. Πως το ξέχασε να της το πει. Πως το' κανε ετούτο η δόλια. Ένα βράδυ που καθότανε και είχε γείρει το κεφαλάκι της στα γόνατα της γιαγιάς της, ποια γόνατα; Ένα είχε...Της είπε. Γιασεμή μου δεν έχεις τρεις τέσσερις μήνες να μου φέρεις να σου ράψω τα πετσετάκια. Τα ράβω μόνη μου γιαγιά της είπε. Να πας αυριο να σου πάρει μέτρα η μοδίστρα να ράψεις δυο φουστάνια μεγαλύτερα της είπε η γιαγιά της. Μεγάλωσες παιδί μου και δεν χωράς. Κοντύνανε και στενέψανε. Σαν ξημέρωσε της είπε ξανά η Θανάσω άμε νισιάνι μου πετάξου μέχρι την μοδίστρα να σου ράψει δυο φουστάνια και πες της πως θα την πληρώσω μόλις πάρω εκείνα τα λεφτά της αναπηρίας. Που πας Γιασεμάκι μου; Πάω στην μοδίστρα γιαγιά. Μα το πρωί δεν πήγες; Ναι και μου είπε να ξαναπάω και δεν θα αργήσω γιαγιά μου. Δεν πρόλαβε να φύγει και χτύπησε η πόρτα της. Ελάτε είπε ανοιχτά είναι. Η μοδίστρα ήταν κι η Θανάσω της είπε πως τώρα έφυγε η εγγονή της και ήρθε να σε βρει. Θανάσω, δεν ήρθα για καλό της είπε. Δεν ήρθες για καλό μα δεν έχω και κάτι κακό να πάθω. Όλα τα έπαθα. Τι άλλο θα με βρει; Θανάσω το Γιασεμάκι σου δεν πάχυνε μόνο αλλά είναι χαλασμένο και εγκυος της είπε η μοδίστρα μόνο ήρθα να σου το πω γιατί και κείνο το κακόμοιρο δεν ξέρει τι έχει στην κοιλιά του και τι του γίνεται. Αυτά της είπε η μοδίστρα και φεύγοντας γύρισε και της λέει πως είναι αργά για άλλα πράγματα...γιατί την ώρα που της έπαιρνα τα μέτρα σάλευε μες την κοιλιά της. Κι έβγαλε μια φωνή η Θανάσω που σείστηκε το σπίτι της όπως σείστηκαν και τα σπλάχνα της. Το Γιασεμάκι της; Που πας Γιασεμή μου; Για νερό γιαγιά. Τι να της πει; Πάω να με μυρίσουν; Που ήσουν Γιασεμή μου; Στα ζώα γιαγιά. Τι να της πει; Πήγα και με έκοψαν; Τραβούσε τα μαλλιά της και χτύπαγε τα στήθια της και φώναζε την κόρη της και φώναζε τον άντρα της και έβριζε τον πατέρα που την παράτησε κι αφού δεν είχε πια δύναμη να πει και να φωνάξει έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι μα δεν τα κατάφερε δεν είχε δυνάμεις πια. Μόνο άνοιξε τις παλάμες της και είπε που είσαι μοίρα μου να σε μουντζώσω. Κι αφού την μούντζωσε προς όλες τις μεριές κράτησε και για τον εαυτό της μούντζες λέγοντας η καψερή και ήταν τα τελευταία της λόγια, πως το ξέχασα εγώ αυτό να της το πω. Πως ξέχασα να της πω να μην δώσει το φιλί της σε κανέναν αν δεν είναι ο άντρας της και έγειρε στο κρεβάτι με τις μούντζες ανοιχτές. Δεν έμαθε ποτέ πως το Γιασεμάκι της δεν έδωσε το φιλί του μα της το πήραν με το ζόρι. Δεν έμαθε ποτέ πως το Γιασεμάκι της το μύρισε και το έκοψε ο πρωτοξάδερφος του άντρα της. Δεν έμαθε ποτέ η καψερή η Θανάσω πως της έλεγε αν το πεις πουθενά η γιαγιά σου θα πάθει μεγάλο κακό. Δεν έμαθε ποτέ πως έφερε στον κόσμο με κίνδυνο να χάσει την ζωή της ένα κοριτσάκι με ξανθά μαλλάκια σαν τα στάχυα ώριμου σιταριού και πως το φώναζε Θανάσω. Έπεσε πάνω στην νεκρή το Γιασεμάκι. Έκλαιγε και την χάιδευε και της έλεγε γιαγιά μου με το ζόρι μου το πήραν το φιλί. Γιαγιά μου δεν το έδωσα με την θέλησή μου και προσπαθούσε το κακόμοιρο να της κλείσει τις μούντζες. Που πας Γιασεμάκι μου; Για νερό γιαγιά μου. Πέρασαν τα χρόνια κι η μικρή Θανάσω ήταν ίδια η μάνα της! Στα δεκατέσσερα και κείνη άξια και όμορφη! Που πας Θανάσω μου; Πάω να φέρω νερό μάνα. Να πας νισιάνι μου! Που πας Θανάσω; Στα ζώα μάνα. Μόνο που το Γιασεμάκι δεν ξέχασε να της πει, πως το φιλί το δίνουμε μόνο στον άντρα μας και σε κανέναν άλλο. Κι αν κάποιος θελήσει να μας το πάρει με το ζόρι φωνάζουμε δυνατά και δεν τον πιστεύουμε σαν μας λέει θα πάθουν κακό αυτοί που αγαπάμε. Δεν τον πιστεύουμε και το λέμε στην μάνα μας. Ακούς Θανασούλα μου; Ακούω μάνα μου. Κάθε μέρα πήγαινε το Γιασεμάκι να ανάψει το καντηλάκι της γιαγιάς της. Κάθε μέρα. Και σαν έφτανε κοντά της και έσκυβε να την φιλήσει την άκουγε που της έλεγε, ήρθες Γιασεμή μου; Ήρθα γιαγιά μου. Και σαν έφευγε, της έλεγε. Που πας Γιασεμάκι μου; Στη Θανασούλα μας γιαγιά. Στη Θανασούλα να της πω ξανά να μην φοβηθεί πως θα μου κάνουν κακό όπως φοβήθηκα εγώ για σένα. Να πας νισιάνι μου! Να πας. Ήρθες μάνα; Ήρθα Θανασούλα μου. Όλα καλά; Όλα μάνα μου! Όλα της έλεγε και έπεφτε στην αγκαλιά της. Όλα μάνα μου και μη φοβάσαι. Δεν θα το δώσω το φιλί παρά μόνο στον άντρα μου κι αν θελήσουν να μου το πάρουν με το ζόρι, θα σου το πω. Και κείνη της χάιδευε τα στάχυα της τα ώριμα όπως έκανε και η γιαγιά της η Θανάσω. Ελευθερία Λάππα

Πολλές φορές η έμπνευση μας εγκαταλείπει

Μία καλή ιδέα είναι το εναρκτήριο σημείο, το έναυσμα για οτιδήποτε κάνουμε, το κίνητρο της δράσης και το στοιχείο που χαρακτηρίζει τις επ...