Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

Η Άσπρη κότα μια μικρή ιστορία του χωριού

Η άσπρη κότα Η θεία Ευανθία ήταν γειτόνισσα μας στο χωριό. Δεν ήταν πραγματική μας θεία, αλλά στο χωριό συνηθίζονταν όλες τις μεγάλες γυναίκες και ιδιαίτερα τις παντρεμένες να τις αποκαλούμε θείες, και όταν είχαν και εγγόνια τότε τις λέγαμε γιαγιές, παράδειγμα στη γύρο γειτονιά μας ήταν η γιαγιά Πόπη (Πόπα στα βλάχικα αφού το χωριό μας ήταν σχεδόν βλα-χοχώρι) με τον παππού Δημητράκη. Ήταν κοντός, ποιο κοντός από την γριά του, αλλά νευρικός και φωνα-κλάς. Κάθε φορά που βρισκότανε στο σπίτι, «γιατί τον περισσότερο καιρό έλειπε μια και το επάγγελμα του ήτανε βοσκός.» Ήταν αισθητή η παρουσία του. Πάντα εύρισκε λόγο να κατσαδιάζει τη δόλια τη γριά του που δεν τολμούσε να μιλήσει για τίποτε, κι έτσι οι φωνές του ακουγότα-νε ως τον απέναντι μαχαλά. Είχε μικρά καστανά μάτια που πετάγανε σπίθες και παρατηρούσε με ενδιαφέρων τα πάντα γύρο, παρ’ ότι γέρος πλέον, η σβελτάδα του ήταν ακόμη φανερή. Πρόσωπο στρογγυλό, μάγουλα κόκκινα, φρύδια μεγάλα άσπρα και χοντρά, μύτη πλατιά, μικρό στόμα, σφιχτά χείλια, περιποιημένο φαρδύ μουστάκι στριφτό τσιγκελωτό με μαλλιά πάντα χτενισμένα, και με ένα ύφος όλο πονηριά. Ο παππούς Δημητράκης ήταν δεξιοτέχνης να αφαιρεί κότες, γιατί αυ-τός, τις αφαιρούσε για να τις τρώει, δεν τις πουλούσε για να είναι κλέ-φτης, όπως συνήθιζε να λέει. Η λέξη κλεφτοκοτάς ήταν βρισιά, το θεω-ρούσε υποτιμητικό να του την προσάπτουν. Στο κάτω, κάτω κανείς ποτέ δεν τον έπιασε επαυτοφώρω για να του φορτώσουν τέτοια κατηγορία. Στην ίδια μεγάλη αυλή, (που τη διέσχιζε ένα φαρδύ μονοπάτι και μας ένωνε με τον άλλο μαχαλά μέσα από κάποιο ρέμα) είχαμε πρόσβαση εμείς και άλλες τρις οικογένειες. Η θεία Ευανθία λοιπόν, ήταν μια ψιλή και λυγερή γυναίκα, λεπτή με συμπαθητικά χαρακτηριστικά και με πολύ ενέργεια. Όλη τη μέρα ήταν σε κίνηση, οι δουλειές δεν σώνανε ποτέ όπως συνέβαινε με όλες σχε-δόν τις γυναίκες του χωριού αφού δεν υπήρχαν στοιχειώδη ευκολίες, ακόμη και το νερό έπρεπε να το κουβαλάνε από μεγάλη απόσταση με βαρέλες φορτωμένες στην πλάτη. Έμενε με ενοίκιο σε ένα μεγάλο δίπατο σπίτι παμπάλαιο που το κά-τω, το χρησιμοποιούσε για αποθήκη και επάνω το είχε για διαμονή. Ε-πίσης, είχε και έναν μεγάλο αβλαγά, όπου αμολούσε τις κότες και έ-τρωγαν χόρτα και σκάλιζαν για σκουληκάκια. Στον αβλαγά αυτόν είχε και ένα μεγάλο κοτέτσι, το είχε περιφραγμέ-νο με πυκνή συρμάτινη σήτα. Το μισό το είχε καλυμμένο γύρο, γύρο, με κομμάτια λαμαρίνας και το σκέπαστρο με πισσόχαρτο, το άλλο μισό περίφραγμα το είχε ασκέπαστο και το χρησίμευε ως προαύλιο του κοτε-τσιού. Η θεία Ευανθία κάθε πρωί το άνοιγε, έμπαινε μέσα, έριχνε σκύβαλα και οι κότες τρέχανε κοντά της για να φάνε. Τότε η θεία Ευανθία τις έ-πιανε μια, μια και έλεγχε με το δάκτυλο στον ποπό για να διαπιστώσει ποιες επρόκειτο να γεννήσουν αυγά εκείνη τη μέρα. Για κάθε κότα είχε φωλιά όπου πήγαινε και γεννούσε και μετά τη γέν-να η κότα κακάριζε χαρούμενη που είχε ευτυχές αποτέλεσμα. Όλη τη μέρα οι κότες ήταν ελεύθερες να πηγαινοέρχονται στον αυλα-γά, μόλις όμως πήγαινε ο ήλιος να δύσει μπαίνανε μόνες στο κοτέτσι το μόνο που έκανε η θεία Ευανθία ήταν να περισυλλέξει τα αυγά και να ασφαλίσει την πόρτα, Δεν είχε φόβο από αλεπούδες γιατί τα σκυλιά ήταν πολλά και αμολη-τά και δεν υπήρχε περίπτωση να πλησιάσει χωρίς να γίνει αντιληπτή, τη μόνη αλεπού που φοβότανε, (όπως έλεγε η ίδια) ήταν η αλεπούδες αυτές με δύο πόδια, (και εννοούσε τους ανθρώπους) Η θεία Ευανθία μέσα στις πολλές κότες που ήταν όλες με κεραμιδί και γκρίζο φτέρωμα, είχε και μια τεράστια άσπρη κότα. Άσπρη σαν ασβέ-στη και γεννούσε και πολύ μεγάλα κάτασπρα αυγά. Το παράδοξο ήταν ο’ τι όσες φορές κι αν κλώσησε ούτε μια φορά δεν έβγαλε άσπρο που-λάκι. Καμάρωνε πολύ για την άσπρη κότα, αλλά της ήταν και η μεγάλη της έγνοια, φοβόταν μην την κλέψει κανείς, γιατί, πολύ την είχαν βάλει στο μάτι. Κάθε φορά που την έβλεπε κάποιος της έλεγε. - Όρε Ευανθία τι τρανή κότα είναι αυτή; Δέκα νοματαίοι χορταίνουν σαν μπει στο τσουκάλι. Η θεία Ευανθία τους καταταράσσονταν να μη την ματιάσουν, αλλά ο μεγαλύτερος φόβος της ήταν ο γέρος Δημητράκης που ήταν ειδικός σε τέτοιες περιπτώσεις, κάποια φορά που έτυχε να την δει, είχε γουρλώσει τα μάτια του και δεν έκρυψε τη λαχτάρα του (καθώς έλεγε η ίδια), αλλά τον είχε προειδοποίηση λέγοντάς του. -Πρόσεξε κακομοίρη μου μην πάθη τίποτε η κότα μου, για τι θα σε τρυπήσω με την σακοράφα. Η σακοράφα ήταν μια χοντρή και μακριά βελόνα που ράβανε τα σα-κιά και κάποιες έφταναν στα είκοσι εκατοστά μήκος. Με τη μεγάλη αυτή βελόνα, που πάντα την είχε πρόχειρη προς χρήση, τον απειλούσε σχε-δόν κάθε φορά που τύχαινε να τον βλέπει και να τον ακούει να εκθειάζει την άσπρη (άλμπα) κότα της. Εκείνο τον καιρό ήταν κάπως ησυχασμένη, αφού ο γέρο Δημητράκης ήταν τσομπάνος σε διπλανό χωριό και ερχότανε κάθε δεκαπέντε μέρες να αλλάξει ρούχα και ξανάφευγε. Έπρεπε να κάνει τρις, ίσος και τέσσερες ώρες δρόμο για ν αρθεί, και άλλες τόσες να επιστρέψει, βέβαια η θεία Ευανθία είχε πάντα την έ-γνοια της και παρακολουθούσε πότε ερχότανε, και πότε έφευγε, για αυ-τό έστηνε αυτί κάθε βράδυ πριν πέσει για ύπνο. Ήταν σίγουρη ο’ τι θα τον άκουγε καθώς θα ερχότανε, γιατί φορούσε τσαρούχια με πρόκες και κάνανε αρκετό θόρυβο στο καλντερίμι από όπου θα ερχότανε, άλλωστε ήταν και ο μοναδικός δρόμος που μπορού-σε να φτάσει στο σπίτι του κι όπου τους χώριζε, αφού διέσχιζε την κοινή αυλή. Το κακό που φοβότανε, δεν άργησε να γίνει, ένα πρωί που μπήκε στο κοτέτσι η άσπρη κότα ήταν εξαφανισμένη. Κοίταξε με προσοχή το κοτέτσι μα η άσπρη κότα δεν ήταν πουθενά. Έψαξε για καμιά παραβία-ση, μα δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη για κάτι τέτοιο. Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι της, ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει, έβγαλε μια κραυγή, που συνοδεύονταν από κάθε είδους κατάρες για τον κλέ-φτη, άλλωστε ήταν σίγουρη, τέτοια επιτήδεια κλεψιά μόνο ένας είχε το ταλέντο να την κάνει, και δεν μπορούσε κανείς άλλος παρά μόνο ο Γέρο Δημητράκης. Οι γειτόνισσες βγήκαν όλες έξω στην αυλή να μάθουν τι είχε γίνει, και η θεία Ευανθία έξαλλη, προσπαθούσε να εξηγήσει πως έλειπε η άσπρη κότα, συγχρόνως καταριότανε τον κλέφτη γέρο Δημητράκη. Η γιαγιά Πόπα βγήκε κι αυτή στην αυλή, και μόλις άκουσε την Ευαν-θία να τσιρίζει και να βλαστημά τον γέρο της, ξαφνιάστηκε, και προ-σπαθούσε να την πείσει ορκιζόμενη στα παιδιά της, πως ο γέρος της, δεν είχε έρθει εκείνο το βράδυ, το ίδιο επιβεβαιώνανε και οι υπόλοιπες γειτόνισσες, μα η Ευανθία ήταν ανένδοτη και ορκιζότανε πως αν τον δει ν’ άρχετε θα τον καρφώσει με τη σακοράφα, δεν θα τις γλίτωνε, μόνο να τον έβλεπε ν’ άρχετε και θα τον κανόνιζε. Η θεία Ευανθία κάθε βράδυ ως αργά τη νύχτα παραφύλαγε, κι αν τον άκουγε να έρχεται, θα του ριχνότανε ξαφνικά και θα τον κάρφωνε με την μεγάλη και χοντρή σακοράφα. Κάποιο βράδυ άκουσε βάδισμα στο καλντερίμι, κραπ κρουπ, κραπ κρουπ, χωρίς να χάσει στιγμή, αρπάζει τη σακοράφα, ανοίγει την πόρτα με προσοχή να μη κάνει θόρυβο, κρύφτηκε στη γωνία της αυλής να μη φαίνεται, γιατί το φεγγάρι πλησίαζε στο ολόγεμα και δεν θα μπορούσε να τον αιφνιδιάσει, περιμένοντας ανυπόμονα με σφιγμένα τα δόντια, κρατώντας την σακοράφα γερά στο δεξί της χέρι έτοιμη να του επιτεθεί. Μα έξαφνα ο θόρυβος από τα τσαρούχια σταμάτησε, κράτησε την ανάσα της για να ακούσει καλύτερα μα τίποτε. Δεν άκουγε τίποτε, άκρα ησυχία ούτε ανθρώπινη φιγούρα έβλεπε να πλησιάζει από την πλευρά που είχε ακούσει το κραπ κρουπ. Άρχισε να αναρωτιέται, τι να είχε συμβεί άραγε; Μήπως τη γέλασαν τα αυτιά της; Μπα, ήταν σίγουρη, ά-κουσε καλά περπάτημα ανθρώπου που φόραγε χοντρά τσαρούχια. Αποφάσισε να περιμένει λίγο ακόμη κριμένη στη σκιά του τοίχου για να βεβαιωθεί πως δεν ερχότανε κανείς. Μα τι να έγινε ξαφνικά; Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη, όταν βλέπει από την άλλη πλευρά της αυλής την θεία Αγγελικό να βγαίνει από το σπίτι της να πά-ρει μια σκούπα, και βλέποντας την σκιά στη γωνία τρόμαξε, μα γνώρισε αμέσως την θεία Ευανθία και τη ρωτά. -Ευανθία τη αγρικάς τέτοια ώρα αυτού έξω στη γωνία; Περιμένεις κά-ποιον; Μπα σε καλό σου. -Σουτ, κάνει η θεία Ευανθία, μη φωνάζεις, σίμωσι να συ πω. Η θεία Αγγελικό την πλησιάζει και τη ρωτά. -Μπας κι χάζεψες; Τι είναι; Η θεία Ευανθία αφού της εξήγησε χαμηλόφωνα για ποιον λόγο βρι-σκόταν εκεί, της λέει. -Να ιδώ την έχω τη σακοράφα, δες πόσο τρανή είναι θα τον σουβλί-σω με δαύτη τον παλιάνθρωπο, δεν θα τον αφήσω έτσι, που μού φάγε την κότα. -Μα τι λες Ευανθία τι χαζά είναι αυτά που λες; Τον είδες τον άνθρω-πο να την κλέβει; Έχεις κάνα μάρτυρα; Αυτό που πας να κάνεις είναι φόνος, κι θα πας φυλακή. Δε σκέφτεσαι τα παιδιά σου που θα μείνουν στους πέντε δρόμους; Κι εσύ φουκαριάρα θα σαπίσεις εκεί που θα σε κλείσουν, αξίζει να καταστραφείς για μια κότα; Η θεία Ευανθία, σα να ξύπνησε από κάποιο κακό όνειρο σκέφτηκε λί-γο και ψέλλισε. -Σα νάχς δίκιο… δεν το σκέφκα, και συνέχισε. Μωρέ ο κουτσονούρης τι πήγε να με βάλει να κάνω; -Κι όσο συνειδητοποιούσε το κακό που θα έκανε την έπιασαν τα κλά-ματα και πιάνοντας τα χέρια της Αγγελικός της λέει. -Ν’ άσε καλά, ο άγιος ταξιάρχης σ’ έστειλi να μη κάνω κακό σ’ αυτόν τον άνθρωπό κι στη φαμίλια μ. Μεγάλη συμφορά θα έβρισκε την οικο-γένεια μ. -Μπράβο, καλά που το κατάλαβες, ηρέμησε τώρα κι συμμαζέψου στο σπίτι σου και στα παιδιά σου. -Καλά τα λες, ας είσαι καλά, κι ταχιά θα πάω να ξομολογηθώ. Η θεία Ευανθία ήταν θεοφοβούμενη, όπως άλλωστε όλες οι γυναίκες του χωριού, πηγαίνανε συχνά στην εκκλησία, και σαν ανέβηκε επάνω στο σπίτι της, γονάτισε μπρος στο εικονοστάσι και ζήτησε συγχώρεση από την Παναγιά και τον άγιο Ταξιάρχη που τον τιμούσε η εκκλησία του χωριού μας, και πήγε για ύπνο συνειδητοποιώντας ακόμη ποιο πολύ πόσο μεγάλο κακό θα έκανε. Το άλλο πρωί σα ξύπνησε νόμιζε πως έζησε έναν εφιάλτη. Ας είναι καλά η Αγγελικό, ο άγιος την έστειλε και την απότρεψε από το μεγάλο κακό που πήγαινε να κάνει. Έκανε την καθημερινή προσευχή και πήγε στο κοτέτσι, εκεί σκεφτότανε πως η έγνοια για την άσπρη κότα της ήταν σα σαράκι, και καλά που την κλέψανε και τώρα πλέον δεν θα ζει με το φόβο αυτό. Σα να της έφυγε ένα τεράστιο βάρος από μέσα της ξεφύσησε με ανακούφιση. Μα σαν κατέβηκε από το κοτέτσι να ανέβη τη σκάλα για το σπίτι μαρμάρωσε, δεν πίστευε στα μάτια της για αυτό που έβλεπε, σταυρο-κοπήθηκε και μονολόγησε. Μα τον άγιο ταξιάρχη, ου κουτσονούρης, πό-τε ήρθi και δεν τον πήρα χαμπάρι; Έτριβε τα μάτια της να σιγουρευτεί καλλίτερα, και προχωρώντας προς την πλευρά που ο γέρο Δημητράκης πλενότανε με τη βοήθεια της γιαγιάς Πόπας, και χωρίς να πει ούτε καλημέρα τον ρωτά. -Πότι ήρθες βρε αναθεματισμένε και δεν σε πήρα χαμπάρι; Να στα σούρου, π μ’ έφαγες την άσπρη κότα και δεν αντρέπισει λιγάκι; Ο γέρο Δημητράκης πήρε την πετσέτα από τα χέρια της γριάς του και σκουπιζόμενος της λέει. -Μπας κι τόχς χαμένου Ευανθία; τι’ ν’ αυτά απ΄ λες λουλάθηκες; Πότε στην κλέψαν την κότα; Ιγώ έχου δυόμιση βδομάδες νάρθου. -Τότε ποιος άλλος θα μπορούσε να τν κλέψει δίχως να τον πάρω χα-μπάρι; είσει σι καλός σ’ αυτά. -Μπα,!!! κι πως το λες, μίδεις; Έχς κάνα μάρτυρα; Να συ κάνου ταχιά μήνυση για τη μι λες κλεφτοκοτά; -Καλά κι πως ήρθες κρυφά κι δεν σι πήρα χαμπάρι; Μάλλον θα φλά-ουσαν από μένα. -Άντι… θα χάζεψεις Ευανθία, τι κουταμάρες είναι αυτές απ λες; -Τότε γιατί δεν ακούστηκαν τα τσαρούχια σου σαν ερχόσουν; Πότε ήρθις; -Όρε χάζιψεις; Λογαριασμό θα σου δόκου; Τι τρανός μπιλιάς απ΄είσι; -Να,… θέλου να μάθου… γιατί δεν ακούστηκαν τα τσαρούχια ς σαν μπήκες σ να αυλή. -Τάβγαλα βρε χαζιά, μη χτυπούσαν τα τσαρούχια κι έβαλα τα τσου-ράπια, αλλά που να μη δεις αφού κουβέντιαζες μι τ ν’ Αγγελικό, τι χα-ζουλέγατε τέτοια ν ώρα μες τ νύχτα; Σις οι γνέκαις τόχιτη χαμένου ούλου χαζουκουβιντιάζητι. Κι αμέσως την αφήνει και μπαίνει μέσα στο σπίτι ακολουθούμενος από τη γριά του. Η θεία Ευανθία έμεινε για λίγο να τον κοιτάζει κι αμέσως γύρισε να ανέβει τη σκάλα για το σπίτι της, μα πάλι κοντοστάθηκε, και κοίταξε προς την κλειστεί είσοδο που μπήκε ο γέρος με τη γριά και μονολόγησε. -Ούλα τα ταίριαξε ου άγιος να μη γένει συμφορά, γι’ αυτό θα πάω τα-χιά να ανάψου μια λαμπάδα κι να ξομολογηθώ. Και ανεβαίνοντας την σκάλα ξανά μονολόγησε. -Μα,…σ’ αν δεν την έκλεψε αυτός τότε ποιος άλλος; Αυτός είνι καλός σ’ αυτά. Σαν μπήκε στο σπίτι, πήγε ίσα στο εικονοστάσι, γονάτισε και λέει. -Συγχόραμι παναγία μου κ’ εσύ άι ταξιάρχη τι μπορεί να πάθει ο άν-θρωπος για μια άσπρη κότα…. Συγχόραμι, αλλά βόηθαμι να μάθω ποιος την έκληψι,.. αν κι είμι σίγουρι για αυτόν τον τρισκατάρατο. Κι αν είνι αυτός ας μη τουν εύρη χρόνος. Ο γέρο Δημητράκης την επόμενη χρονιά πέθανε από πνευμονία, και η θεία Ευανθία ένιωθε πως αυτή έφταιγε που τον είχε καταραστεί. Το θεωρούσε μεγάλη βλαστήμια, γι’ αυτό έκανε τάμα στον άγιο για ένα χρόνο να κάνει νηστεία, να εξομολογείται, και να μεταλαμβάνει κάθε βδομάδα να συγχωρεθούν οι αμαρτίες που είχε, αλλά ευτυχώς, ο πνευματικός της, την παρότρυνε να μην το κάνει το τάμα ούτε να νη-στέψει μια και έμεινε έγγειος στο έβδομο παιδί της. Τέλος Από το βιβλίο Ιστορίες του Χωριού  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου