Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023

Τ ο Καρλλιώτικο μια μικρή ιστορία

Ο γέρο Βασίλης ήταν ένας άντρας ψηλός κοντά στο 1,80, πλησίαζε τα εβδομήντα, μα είχε στητή κορμοστασιά, επιβλητικός, και βροντόφωνος. Μιλούσε δυνατά όπως όλοι οι άνθρωποι της υπαίθρου, είχε άσπρα μαλλιά, δασιά φουντωτά φρύδια , μεγάλα πράσινα βαθουλωτά μάτια και ένα κρεμαστό γκρίζο μουστάκι που έφτανε μέχρι το πιγούνι του. Φορούσε μαύρο σαλβάρι και ένα φαρδύ ζωνάρι στο ίδιο χρώμα, όπου το τύλιγε τρις, τέσσερες φορές. Πουκάμισο γκρι με μαύρες ρίγες, μάλλινο αμάνικο γιλέκο με τσεπάκια μικρά δεξιά και αριστερά, στο αριστερό έβαζε το πυριόβολο με την ίσκα και την πέτρα να ανάβει το τσιμπούκι του που ήταν κατάμαυρο από το κάψιμο του καπνού, κι απ’ το άλλο ένα ρολόι τσέπης επάργυρο που το είχε ανταλλάξει στην κατοχή με λίγο γάλα. Το γιλέκο από την εσωτερική πλευρά είχε μια ευρύχωρη μεγάλη τσέπη για να χωρά ότι άλλο του ήταν απαραίτητο να έχει πάντα μαζί του. Ένα καποτέλι με κατσούλα που σπάνια το αποχωριζότανε μύριζε καπνίλα νικοτίνη και γιδίλα από αρκετή απόσταση. Ένα ζευγάρι καινούρια τσαρούχια με πρόκες που όταν περπατούσε κάνανε έναν δυνατό θόρυβο στις πέτρες και στο οδόστρωμα ακούγονταν από αρκετή απόσταση, άλλωστε ήταν σύνηθες φαινόμενο οι άντρες βοσκοί να φοράνε τέτοια παπούτσια. Όλη τη ζωή του, από μικρό παιδί, την είχε περάσει βόσκοντας γίδια τα οποία αρχικά ήταν ξένα, μα, από νεαρή ηλικία άρχισε να κάνει δικό του κοπάδι, κι έτσι, αφού έκανε οικογένεια βοηθούμενος από την γυναίκα του και τα παιδιά του, εκείνη την εποχή, αριθμούσε κοντά στα εξακόσια κεφάλια, γι’ αυτό, ήταν πολύ περήφανος. Η θωριά του και η φωνή του σε τρόμαζε, αλλά κατά βάθος ήταν ένας καλοκάγαθος και ήσυχος άνθρωπός δεν ήταν ικανός ούτε μύγα να πειράξει που λέει ο λόγος. Κάθε φορά που κατέβαινε στο Βόλο για δουλειές, όπως όλοι η χωριάτες, πήγαινε στα παλιά, άφηνε το άλογο του στο χάνι του Μηλίνη, που ήταν και μαγέρικο, και αφού τελείωνε τις δουλειές, γύριζε στα παλιά έτρωγε την αγαπημένη του φασολάδα με μπόλικο κόκκινο καυτερό πιπέρι, έπινε κι ένα καρτούτσο κρασί. Σαν τέλειωνε το φαγητό του, έκανε κι ένα γερό και δυνατό ρέψιμο, έβγαζε από τον κόρφο του μια μεγάλη καρό πετσέτα σκούπιζε το στόμα του και τα μεγάλα μουστάκια, με κάποια σχολαστικότητα, έβγαζε τις τρις δραχμές που ήξερε ότι κόστιζε το φαγητό του και μιάμιση δραχμή για την φύλαξη του αλόγου και φώναζε. -Μηλίνη…… σ’ αφήνω το λογαριασμό, παίρνω το άλογο και φεύγω. -Εντάξει μπάρμπα Βασίλη να πας στο καλό, η ώρα σου καλή. Αυτή τη φορά ο γέρο Βασίλης κατέβηκε πολύ νωρίς, τον είχαν εγκαλέσει ως κατηγορούμενο για παράνομη νομή σε απαγορευμένη υλοτομημένη δασική περιοχή. Βέβαια, είχε εξασφαλισμένη την αθωώσει του με έναν τενεκέ τυρί καθ’ υπόδειξη του δικηγόρου του να το αφήσει πριν λίγες μέρες σε κάποιο σπίτι. Όμως η παρουσία του ήταν απαραίτητη γι’ αυτό φρόντισε να είναι στο δικαστήριο στην ώρα του, αφού δεν γνώριζε την σειρά εκδίκασης της υπόθεσης Η σειρά του ήταν από τις τελευταίες, κι έτσι άργησε πολύ το μεσημέρι, ήταν σχεδόν απόγευμα όταν έφτασε στο μαγέρικο κουρασμένος και ιδρωμένος από την ορθοστασία και την πεζοπορία, μόλις μπήκε μέσα σωριάστηκε σε μια καρέκλα μπροστά σ’ ένα τραπέζι και με την συνηθισμένη προσταγή και την βροντερή φωνή λέει στον κάπελα. -Μηλίνη… φέρε μ να φάου γιατί άργησα και θα νυχτώσου στου δρόμου. -Τέτοια ώρα μπάρμπα Βασίλη δεν έχω τίποτε, τα φασόλια, οι φακές και ότι είχα τέλειωσαν, ακόμη και τα κρέατα. Κι τι μωρέ, (είπε κάπως θυμωμένα,) νηστικών θα μαφίκς; Εμ τη να σου κάνω τέτοια ώρα; Το μόνο που έχει μίνι είναι δυο μερίδες ψάρι Καρλιώτικο, είναι και καθαρισμένο χωρίς κόκαλα. Να σου φέρω μια μερίδα κι ένα καρτούτσο; -Άντι… φέρτουμ….. να δω τι πράμα είναι…. σάμπως έχου φάει καμιά φουρά. Ο γέρο Βασίλης μόλις πήρε μπροστά του το πιάτο άρχισε να τρώει, μούγκριζε από ευχαρίστηση, .. και λέει. -Όρε πανάθεμά το είναι νόστιμου κι τραβάει κρασί, καλά έκανις κι μέφιρις καρτούτσου -Εμ… είναι μπάρμπα Βασίλη…. Καρλιώτικο είναι αυτό. Ο γέρο Βασίλης αφού έφαγε, ήπιε και το κρασί του, έβγαλε από τον κόρφο του την καρό πετσέτα, σκούπισε τα χείλι του και τα μουστάκια, έκανε κι ένα γερό ρέψιμο όπως πάντα, χάιδεψε την κοιλιά του, έστριψε το μουστάκι του, και φώναξε -Μηλίνη.. λογαριασμό. Ο Μηλίνης πήρε το μπλοκάκι κι άρχισε να γράφει. Ψάρι,…. ψωμί,… κρασί,… χανιάτικα …μμμ…. δέκα δραχμές. Ο γέρο Βασίλης σαν να καθότανε σε ελατήριο τινάχτηκε όρθιος και ξεφώνισε. -Τι; Μωρέ; Δέκα δραχμές; Εεεεε νάχε γίνει φαρμάκι, ακούς εκεί δέκα δραχμές, με τόσους παράδες θάτρωγα τρις φασουλάδες κι θα σ’ άφηνα κι ρεγάλο. -Εμ αυτό είναι Καρλιώτικο δεν είναι φασολάδα, μπάρμπα Βασίλη. -Γιατί μωρέ, στα στερνά κι του καρλιώτκου κι φασουλάδα στον απόπατο δεν παν; Και φεύγοντας μονολόγησε. - Αν μάτα φάου Καρλιώτκου ναμ σταθεί στου λιμό Χρήστος Τσουκάλης 1958
Το χάνι του Μηλίνη όπως ήταν στα παλαιά στη οδό Κροκίου παραμένει αναξιοποίητο.

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

Ο Καθρέφτης μέρος από το ανέκδοτο βιβλίο ιστορίες μιας άλλης εποχής

Αχ αυτός ο καθρέφτης, δεν ξέρει ποτέ να πει μια φιλοφρόνηση, ούτε ένα τόσο δα ψεματάκι. Ό,τι έχει να σου πει θα στο πει στα ίσα, με μια απάθεια χωρίς κανένα συναίσθημα, σε πειράζει δεν σε πειράζει δεν τον νοιάζει, μόλις σταθείς μπροστά του θα σε κοιτάξει ανάλογα με τα κέφια του, ή με απάθεια ή θα σου αραδιάσει χίλιες δυο παρατηρήσεις. Κάποιες φορές είναι αμίλητος, κατσούφης, αδιάφορος, και κάποιες άλλες είναι τόσο σχολαστικός που δεν τον ενδιαφέρει αν έχεις χρόνο να ασχοληθείς μαζί του ή όχι. Ναι σχολαστικός τονίζοντάς την παραμικρή λεπτομέρεια. Όσο στέκεσαι μπροστά του και τον κοιτάζεις τόσο σε κοι-τάζει κ’ εκείνος, αν δεν αποφασίσεις να του γυρίσεις την πλάτη να φύγεις δεν σ’ αφήνει. Έχει και ένα άλλο ελάττωμα, να σε ακολουθεί, ιδιαίτερα τις γυναίκες, έχει βρει τον τρόπο να μικραίνει και να χωράει σε όλες τις γυναικείες τσάντες. Μ’ αυτή την ειλικρίνεια που σου μιλάει, κάποιες φορές σου ‘ρχεται να του κοπανίσεις μία γροθιά στη μούρη να τον διαλύσεις, να τον κάνεις μικρά-μικρά κομματάκια να μη μπορεί ποτέ ξανά να σταθεί με τόση α-ναίδεια μπροστά σου. Ναι, αναίδεια, γιατί ξέρει, πως χωρίς εκείνον δεν μπορείς να κάνεις στιγμή, και όσο πιο μεγάλος είναι, και πιο καθαρός τόσο περισσότερο τον προσέχεις. Τελικά, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μας. Από αρχαιοτάτων χρόνων ακολουθεί τον άνθρωπό και κάποιες φορές είναι πλάνος, είναι γνωστός ο μύθος με τον Νάρκισσο που είχε τη μανία να καθρεφτίζεται στο νερό. Πιστεύοντας ότι η ομορφιά του ήταν μοναδική, στεκότανε εκεί να αυτοθαυμάζεται ως που έφαγε το κεφάλι του. Κάτι παρόμοιο έπαθε και η κυρία Αγνή, κατ’ όνομα, γιατί εξ αιτίας του καθρέφτη έχασε πολύ νωρίς την αγνότητά της. τώρα θα μου πει κά-ποιος είναι δυνατόν να συμβεί αυτό; Ναι συνέβη, γιατί η Αγνή από πολύ μικρή έμαθε να κάθεται μπροστά του στην κρεβατοκάμαρα της μητέρας της, όπου η κυρία μαμά στεκότανε σε κείνο το βελούδινο βαθύ κόκκινο σκαμπό και καλλωπιζότανε κάθε πρωί μόλις ξυπνούσε από τον ύπνο και έπρεπε να ετοιμαστεί για τη δουλειά της. Είχαν περάσει μερικές ντουζίνες χρόνια από τότε, τον είχε βαρεθεί μα δεν γινότανε να τον αποχωριστεί. Μεγάλη εξάρτηση. Ένιωθε πως τον εί-χε μεγάλη ανάγκη τώρα απ’ ό,τι όταν ήταν νέα. Στεκόταν απέναντί του, και κείνος χωρίς καμιά συστολή τις έδειχνε τα γεροντίστικα σημάδια. Δεν είχε κανέναν στον κόσμο, ακόμη και κείνοι που κάποτε την πο-θούσαν και ρουφούσαν λαίμαργα την ηδονή του καλλίγραμμου κορμιού της, δεν είναι λίγοι απ’ αυτούς που έχουν αφήσει τον μάταιο ετούτον κό-σμο. Παντρεύτηκε τρις φορές, μα δεν ήθελε να κάνει παιδιά, πίστευε πως τα παιδιά είχαν ευθύνες, είχαν δέσμευση και θα της ήταν εμπόδιο στο να γλεντήσει και να χαρεί τη ζωή. Με όσου άντρες συνδέθηκε και παντρεύτηκε δεν είχαν στέρηση χρη-μάτων, αυτός ήταν ο λόγος που και εκείνη δεν είχε κανένα απολύτος πρόβλημα με τα οικονομικά, αλλά αυτός ο άτιμος της θύμιζε συνεχώς τα άσπρα μαλλιά, τα φρύδια, τις βλεφαρίδες που είχαν σχεδόν χαθεί, τα μά-γουλα που είχαν κρεμάσει, τις ρυτίδες που αυλάκωναν το μέτωπο, το δέρμα των χεριών που είχε λεπτύνει αφήνοντας τα αγγεία να διακρίνονται σαν μελανές γραμμώσεις, θαρρώντας πως ήταν έτοιμες να σπάσουν. Ό,τι κι αν έκανε δεν κατάφερνε να νικήσει το χρόνο. Μπροστά στον καθρέφτη, είτε στον δικό της είτε στους οίκους ομορφιάς ασταμάτητα της έδειχνε, κάθε τι που ήταν ένδειξη της έλευσής του από πάνω της. Τελευ-ταία είχαν προκύψει και κινητικά προβλήματα με αποτέλεσμα να αποζη-τά πιο συχνά τη συντροφιά του. Το υπηρετικό προσωπικό ήτα πρόθυμο να ικανοποιήσει κάθε της ανά-γκη, μα η φθορά από τον χρόνο ήταν αδυσώπητη. Άρχισε λίγο-λίγο να το συνειδητοποιηθεί και να συμβιβάζετε με όλα όσα της έδειχνε ο καθρέ-φτης χωρίς να διαμαρτύρεται. Μάλιστα τη βοηθούσε μέσου αυτού να βλέπει και να αναπολεί τα περασμένα. Να ξανά ζει όλες εκείνες τις τρέλες της νιότης μα και της ωριμότητας. Μπροστά του δεν χρειάζονταν να κλείνει τα μάτια, έμοιαζε να είναι μα-γικός, σα να ήξερε τι εικόνες ήθελε να προβάλλει στο μυαλό της και τα αντανακλούσε σχεδόν με κάθε λεπτομέρεια. Εκείνη τη μέρα ξύπνησε με καλή διάθεση. Όταν πέρασε για λίγο από μπροστά του της θύμισε πως ήταν ευκαιρία μια και ο καιρός δεν ήταν κα-τάλληλος για έξω να κάνει μια ανασκόπηση των περασμένων. Της άφησε να καταλάβει πως ήταν ορεξάτος για κουβέντα. Όταν πήρε θέση απέναντί του, φάνηκε σα να της χαμογέλασε ως ένδει-ξη ότι ήταν έτοιμος, και μετά από μικρή σιωπή άρχισε την προβολή. Η Αγνή, από την πρώτη τάξη στο γυμνάσιο ζήτησε, «να μην πω απαί-τησε» από τη μητέρα της που την είχε μοναχοκόρη και μοναχοπαίδι, να της βάλει στο δωμάτιο έναν μεγάλο και καθαρό καθρέφτη από τότε που εμφανίστηκαν τα πρώτα μπιμπίκια «τα λέμε και Ακμή» στο πρόσωπό της. Σε όλη τη διάρκειά της εφηβείας ήταν εθισμένη με τον καθρέφτη, θα μπορούσε κάποιος να πει πως ήταν ερωτευμένη μαζί του. Της θύμιζε συ-νεχώς πόσο όμορφη ήταν, και με τα διάφορα επιθέματα, τη βοηθούσε να απαλλαγεί από δαύτα μα αργούσε. Τότε ήταν που κάποιος συμμαθητής της, την έπεισε πως ο καθρέφτης, δεν τη συμβούλευε σωστά, και πως ε-κείνος θα τη βοηθούσε να θεραπευτεί από αυτά, αφού πρώτα δεχότανε να την απαλλάξει από την αγνότητά της, έτσι θα μεταπηδούσε από την εφηβεία στο γυναικείο στάδιο. Ήταν επιφυλακτική, και αποφάσισε να κάνει μια εκτεταμένη κουβέντα με τον καθρέφτη της, μα και κείνος δεν είχε δική του άποψη, δεν είχε μάλλον εμπειρία να την συμβουλέψει παρά μόνο συμφωνούσε μαζί της, χωρίς να μπορεί να καταλήξει κάπου. Ήταν τόσο μπερδεμένη ώσπου κάποια στιγμή άρχισε να τον μισεί και να τον αποφεύγει, δεν στεκότανε μπροστά του πολύ, έκανε στα γρήγορα μια συνάντηση μαζί του και τον άφηνε στη μοναξιά του. Όμως, κάποια μέρα άκουσε πως έπρεπε να μη βιάζεται, ήταν μικρή ακόμη, δεν γίνεσαι γυναίκα χωρίς να έχεις και τα απαιτούμενα χρόνια, το αισθανότανε, το παρατηρούσε γύρο της, έβλεπε τα άλλα κορίτσια, τις μεγαλύτερες συμ-μαθήτριές της, που και κείνες κάπως έτσι συμπεριφέρονταν, αποφάσισε να κάνει υπομονή. Έλα όμως που ο συμμαθητής της την πολιορκούσε συνεχώς λέγοντάς της πόσο ωραία θα ήταν χωρίς τα μπιμπίκια. Το πρόσωπο θα καθάριζε ολοσχερώς και θα της προκαλούσε και ευχαρίστηση, εκτός του ό,τι θα ένιωθε πλέον γυναίκα. Αντιστεκότανε χαλαρά ως που κάποια μέρα της πρότεινε να τη φιλήσει κι ας είχε αυτά τα απαίσια σπυράκια, θα έβλεπε μετά από μερικά ακόμη φιλιά πως η ακμή θα άρχιζε να υποχωρεί, θα μπορούσε να το διαπιστώσει σαν κοίταζε με προσοχή το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Αυτό έκανε, μια μέρα μετά από τις πολλές φορές που ο συμμαθητής, της πρότεινε ραντεβού σε ένα απόμερο σημείο πήγε πρώτα να συμβου-λευτεί τον καθρέφτη. Ένιωθε μια έξαψη, το τρακ του πρωτάρη, θα έκανε κάτι που δεν ήταν έτοιμη ακόμη. Ο καθρέφτης στάθηκε μπροστά της και την κοίταζε όπως τον κοίταζε και κείνη, ύστερα του έπιασε κουβέντα, με κάποια δειλία άρχισε να του κάνει ερωτήσεις, μα διαπίστωνε πως δεν ή-ταν σε θέση να της δίνει καθαρές απαντήσεις. Στο τέλος συμφώνησε μαζί της, πως μια δοκιμή δεν θα έφερνε την κα-ταστροφή, στο κάτω κάτω μερικά φιλιά και τίποτε παραπάνω, τη συμ-βούλεψε να φτιάξει λίγο το πρόσωπό της, να φορέσει εκείνο το φορεμα-τάκι με το κάπως τολμηρό μίνι, να τον εντυπωσιάσει, όσες φορές το είχε φορέσει αισθάνονταν πως όλος ο αρσενικός πληθυσμός την κοίταζε απο-χαυνωμένα. Βέβαια, ήταν και άλλοι παράγοντες που συντελούσαν και προκαλού-σαν το αντίθετο φύλο, και ήταν αρκετοί. Τώρα έπαψε να του μιλά παρά μόνο επικοινωνούσε μαζί του με τα βλέμματα. Μετά από λίγο άρχισε να της λέει πως είχε πρόωρη ανάπτυξη, εκείνα τα βαθυγάλανα μάτια με τις πελώριες βλεφαρίδες έκπεμπε μια θηλυκότητα πρώιμη, που ήταν σα μα-γνήτης. Το οβάλ πρόσωπο με τα ανασηκωμένα γραμμικά φρύδια και τα κερα-σένια σαρκώδη χείλια, ποιος δε θα ήθελε να τα φιλήσει και να αντλήσει το νεανικό νέκταρ που υπόσχονταν πως ήταν ικανά να προσφέρουν. Σ’ αυτό συνέβαλαν και οι ολοστρόγγυλοι μαστοί. Δεν είχε άδικο η μητέρα της που την προόριζε για το χώρο του μόντε-λινγκ όπως άλλωστε είχε διαπρέψει και κείνη, μα τώρα πλέον μετά το θάνατο του άντρα της, είχε αναλάβει τα υνιά μιας υγιούς επιχείρησης στον κλάδο τροφίμων, μα δεν έπαψε ποτέ να μη συμβουλεύεται τον κα-θρέφτη της, οπότε δεν ήταν παράξενο, όπου, και η κόρη τη έκανε το ί-διο. Είχε ξεχάσει πόση ώρα συνομιλούσε μαζί του, και αφού στο τέλος της συνέστησε να πάρει μερικές βαθιές αναπνοές, και με την καρδιά να πε-ταρίζει από αγωνία και λαχτάρα να δοκιμάσει αυτή την ανώδυνη θερα-πεία, που ίσως αποδεικνύονταν αποτελεσματική έφυγε βιαστικά να τον συναντήσει. Όταν επέστρεψε από το ραντεβού είχε ανάκατα συναισθήματα και πή-γε κατευθείαν στον καθρέφτη. Έμεινε έτσι να τον κοιτάζει και κείνος τό-τε άρχισε να την παρατηρεί. Την έβλεπε πως ακόμη οι εξάψεις στο πρό-σωπό της, δεν είχαν σβήσει. Κόντεψε να λιποθυμήσει την στιγμή που τη φιλούσε. Μια υπέροχη θέρμη κατέκλυσε όλο το κορμί της που δεν μπο-ρούσε να καταλάβει από που αντλούσε. Ιδιαίτερα όταν το ένα του χέρι της έπιασε το δεξί στήθος, και το άλλο το έβαλε ανάμεσα στα πόδια τρό-μαξε. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τη ήταν αυτό που ένιωθε και σε τι απο-σκοπούσε μ’ αυτή την κίνηση. Το έβαλε στα πόδια όταν κατάλαβε πως όλο το κορμί της έτρεμε και κατακλύστηκε από γλυκιά εφίδρωση. Αυτό που πήγε να της κάνει ο νεαρός το θεώρησε λίγο βίαιο και ήταν αρκετό να τον αφήσει, και σχεδόν τρέχοντας να γυρίσει, και να, τώρα μπροστά του προσπαθούσε να εξηγήσει τα ανεξήγητα. Αν αυτή η στιγμή την τρόμαξε τότε πως θα αισθανότανε όταν αποφάσιζε να παραδώσει την αγνότητά της; δυστυχώς αυτός δεν ήταν σε θέσει να της απαντήσει και αποφάσισε να τον αφήσει. Όταν τελείωσε η χρονιά της τέταρτης τάξης στο γυμνάσιο, χωρίς μαθη-τική ποδιά πλέον, στάθηκε μπροστά του και καμάρωνε την κορμοστασιά της με τις υπέροχες καμπύλες και τη μίνι φούστα, δεν έμοιαζε καθόλου για γυμνασιοκόριτσο. Είχε διαπιστώσει πως οι ανήλικοι συμμαθητές της ήταν άπειροι στη συμπεριφορά με τις κοπέλες και ίσως θα ήταν καλύτερα να κοίταζε με-γαλύτερα αγόρια. Μπορούσε εύκολα να ξεγελάσει τον καθένα ότι ήταν ακόμη ανήλικη. Της το βεβαίωνε και ο καθρέφτης. Ήταν άπειρες η φο-ρές που έβλεπε τη μητέρα της να καλλωπίζει το πρόσωπό της και με ποιον τρόπο. Με λίγο ρουζ στα χείλι, με ένα ελαφρό βάψιμο μάτια, φρύδια, μάγου-λα, και λίγο τακούνι θα έφερνε το επιθυμητό αποτέλεσμα, να μοιάζει γυ-ναίκα. Στο τέλος συμφώνησε και κείνος μαζί της, πως όταν θα κυκλοφο-ρούσε στη παραλία δεν θα άφηνε αρσενικό αδιάφορο. Ναι, μα μόνη; δεν ήταν δυνατόν έπρεπε να βρει παρέα, οι λίγες φίλες που είχε, ήταν όλες συνεσταλμένες, ακόμη και χωρίς ποδιά δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κάποιος πως ήταν ανήλικες. Τότε, την στιγμή που στεκόταν αμίλητη και ενώ τον παρατηρούσε στα μάτια, της πέταξε μια ιδέα. Θα έπαιρνε το ποδήλατο και θα πήγαινε στην επιχείρηση της μητέρας της, ήταν υποχρεωμένη να διασχίσει όλη την πό-λη, και σίγουρα θα γινότανε θρίαμβος προχωρώντας αργά, και το μίνι να αφήνει ακάλυπτους τους τορνευτούς μηρούς. Δεν έκανε λάθος, ως ότου φτάσει στον προορισμό της, τα πειράγματα και τα σφυρίγματα το ένα διαδέχονταν το άλλο, ένα χαμόγελο ικανοποι-ήσεις ήταν χαραγμένο στο πρόσωπό της που ο καθρέφτης δεν παρέλειψε να το σχηματίσει και τώρα, κάνοντάς την να το νιώθει σαν ζούσε την ίδια στιγμή ξανά. Της θύμισε την έκπληξη που εξέφρασε ακόμη και η μητέρα της όταν την είδε να μπαίνει ξαφνικά στο γραφείο. Τρόμαξε με την εμφάνισή της, και άρχισε να την επιπλήττει λέγοντας: τρελάθηκες παιδί μου; Ακόμη εί-σαι μικρή, θα σε νομίσουν για ενήλικη, δεν πρέπει να γίνεσαι τόσο προ-κλητική, θα μου δημιουργήσεις μπελάδες. Στο σημείο αυτό σταμάτησε την κουβέντα δεν ήθελε να θυμάται. Στη-ριγμένη στο φιλντισένιο μπαστουνάκι κίνησε για μια βόλτα στην κουζίνα περπατώντας αθόρυβα. Άκουσε την οικονόμο να διηγείται στη μαγείρισ-σά τα κατορθώματα των παιδιών της με κάποια γλαφυρότητα και η άλλη να γελά. Ήταν η πρώτη φορά που ανακάλυπτε την μητρική ευτυχία, και για να μη διακόψει έκανε μεταβολή για το δωμάτιό της. Όταν περνούσε μπροστά από τον καθρέφτη, σα να τον άκουσε να της λέει ειρωνικά: ζήλεψες; Επιλογή σου ήταν. Έκανε μια μικρή στάση και προχώρησε κάνοντας την αδιάφορη. Τώρα σα να ένιωσε πίσω από την πλάτη να γελά ειρωνικά και να της λέει: φοβάσαι να έρθεις αντιμέτωπη με το παρελθόν σου; -Δεν ξέρω «απάντησε» ίσως, μάλλον δεν έχω κέφι για να κάνω κουβέ-ντα μαζί σου. Προχώρησε στο κρεβάτι σήκωσε τα σκεπάσματα και ξά-πλωσε, ενώ ταυτόχρονα χτύπησε το κουδούνι, και όταν η καμαριέρα εμ-φανίστηκε στην πόρτα, της είπε κοφτά: -Μη με ενοχλήσετε ούτε για φαγητό, ως ότου σε καλέσω, νιώθω λίγο κουρασμένη. -Εντάξει κυρία, θα ενημερώσω και τις άλλες. Έκανε μεταβολή και τράβηξε την πόρτα πίσω της. Με το χάπι για την αϋπνία δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να βυθιστεί στον ύπνο, πόσο κοιμήθηκε δεν την ένοιαξε καθόλου. Πριν χτυπήσει το κουδούνι, μια που πήγε στο μπάνιο σκέφτηκε να κάνει μια κουβέντα με κείνον τον καθρέφτη, μα με τη φάτσα που αντίκρισε της φάνηκε δύσκολο να κάνει συζήτηση μαζί του, θεώρησε πως ο άλλος ήταν πιο επικοινω-νιακός, άλλωστε, ήταν πιο μεγάλος, είχε κάποια οικειότητα αναπτύξει μαζί του τόσα χρόνια, εκείνος την ήξερε καλά, από τα πρώτα βήματα της φιλαρέσκειας. Χτύπησε το κουδούνι, έδωσε εντολή να της ετοιμάσουν να δειπνήσει αν και το στομάχι της δεν ένιωθε μεγάλη ανάγκη. Όταν τελείωσε δεν κα-θυστέρησε καθόλου, στη διάρκεια του φαγητού αποφάσισε να τον αντι-μετωπίσει. Καληνύχτισε βιαστικά αφήνοντας άναυδες τις γυναίκες πίσω της. Μόλις στάθηκε μπροστά του της χαμογέλασε με ύφος αυτοπεποίθησης και άρχισε από κει που είχε σταματήσει. Ήταν αποφασισμένη να φτάσει τη συζήτηση ως το τέρμα. Η μέρα εκείνη ήταν καθοριστική για την υπόλοιπη πορεία της ζωής. Όταν επέστρεφε για το σπίτι ένας νέος άντρας, με το ποδήλατο και κεί-νος, προχωρούσε δίπλα της, λέγοντάς τις, λόγια σαγηνευτικά που από την αρχή την έκανε να αισθάνεται σπουδαία. Ήταν τόσο ωραίος με αθλητικό παράστημα που δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να τον αποθαρρύνει. Σχεδόν ζαλισμένη από τα γλυκόλογα τον έμπασε στο σπίτι αφού η μητέρα της θα αργούσε πολύ. Όταν συνήλθε από τη μέθη της ηδονής που απολάμβανε στην αγκαλιά αυτού του άντρα, «γιατί για άντρας επρόκειτο αφού είχε σχεδόν τα διπλά τις χρόνια» συνειδητοποίησε πως ήταν σχεδόν γυμνή με τις αποδείξεις για την απώλεια της αγνότητας, έβαλε τα κλάματα, ενώ εκείνος έτρεξε να εξαφανιστεί όταν διαπίστωσε πως ήταν πρωτάρα και ανήλικη. Κατάφερε να το καλύψει από τη μάνα της, και από τότε αποφάσισε, με την καινούρια χρονιά να στρωθεί στο διάβασμα, τελειώνοντας να δώσει εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Πράγματι, μετά το απολυτήριο του γυμνα-σίου πέτυχε να μπει στο Πάντειο πανεπιστήμιο. Από τη μέρα εκείνη, μίσησε τους άντρες. Με την ομορφιά που την είχε προικίσει ο δημιουργός, έθεσε σαν σκοπό να χειρίζεται τους άντρες με κάθε μέσο που διέθετε. Αφοσιωμένη στο σκοπό να εκδικηθεί τους άντρες, όταν βρέθηκε στο χώρο της ομορφιάς ως μοντέλο, άρχισε να ζει με εφήμερους έρωτες. Ό-ταν έπαιρνε όσα περισσότερα μπορούσε απ’ τον καθένα, τότε τον έδιω-χνε και συνδέονταν με άλλον. Αισθανόμενη τώρα, πως ο πανδαμάτορας χρόνος την είχε αποκλείσει απ’ αυτές τις ικανότητες, και κάτω απ’ το βάρος των δεκαετιών, αναλο-γίζονταν πως δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να αλλάξει απολύτος τίποτε. Ήρθε στο νου η εικόνα και τα συναισθήματα που ένιωσε όταν έκανε την πρώτη έκτρωση. Το ξεπέρασε με τη σκέψη πως είχε το χρόνο, όταν θα ένιωθε πως ήταν έτοιμη για μια τόση μεγάλη ευθύνη θα το αποφάσιζε. Δυστυχώς, «σιγοψιθύρισε, σα να έκανε εξομολόγηση στον καθρέφτη, κι αφού δεν άκουσε κανένα σχόλιο συνέχισε μουρμουρίζοντας» Τελικά ποιο είναι το νόημα να είσαι γυναίκα, αν δεν έχεις γευτεί την αξία της μη-τρότητας; Για ποιον λόγο να κουβαλάς αυτούς τους μαστούς και να τους φροντίζεις, αν δεν δόσεις την ευκαιρία να θηλάσεις μια νέα ζωή; Γιατί ο δημιουργός την προίκισε με το όργανο αυτό που είναι ικανό να πλάσει μια νέα ζωή στο εσωτερικό της, κυοφορώντας την για εννέα ολόκληρους μήνες τρεφόμενο από τη σάρκα της; Οι, από τη φύση ανήμπορες γυναίκες να τεκνοποιήσουν, γιατί νιώθουν την ανάγκη να αποκτήσουν ένα παιδί για να αισθανθούν και να γευτούν την υπέρτατη ευθύνη της μητέρας, μεγαλώνοντας ένα πλάσμα από την στιγμή της συλλήψεις μέσα στη μήτρα μέχρι να είναι ικανό να φροντίζετε μόνο του και να νοιάζετε ως ότου διαρκέσει η ζωή της; Όλα αυτά, περικλείουν αλήθειες αρχέγονες που είναι ανεκτίμητης αξί-ας και είναι η καθολική βάση της διατήρησης της ζωής για όλα τα όντα σ΄ αυτόν τον πλανήτη, και γω αντιστάθηκα αλόγιστα, απέναντι σε τούτη τη θεία διαδικασία που μόνο εμείς οι άνθρωποι ερμηνεύουμε λάθος τα θεϊκά αυτά όργανα που έχουν ως σκοπό την διατήρηση της. Εμείς τα έχουμε παραφράσει ως εργαλεία ηδονικής άμετρης απόλαυ-σης, χωρίς να μπορούμε πολλές φορές να τις ελέγχουμε, παρά, αφηνόμα-στε στη δίνη τους, νομίζοντας πως θα βρούμε την υπέρτατη ευτυχία. Ένιωσε το βάρος όλων αυτών των απολαύσεων που δεν ήταν σε θέση να τη μετριάσουν οι ελάχιστες στιγμές ευτυχίας. Είχε απολαύσει κάθε εί-δους ηδονή, ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο, τα μάτια τις είχαν γεμίσει με σπάνιες εικόνες. Έζησε κοντά σε ανθρώπους με διαφορετικές κουλτού-ρες γευόμενη τις μαγειρικές τους ιδιαιτερότητες. Η όσφρηση είχε διεγερ-θεί από κάθε είδους πηγή οσμών. Είχε ακούσει σπάνια μουσικά κομμάτια καθώς και κάθε φυσικού ήχου της ζούγκλας. Η αφή της ήταν χορτάτη από το άγγιγμα όλων των πραγμάτων και είχε φορέσει πανάκριβα κο-σμήματα. Όμως, δεν είχε νιώσει τον πόνο της γέννας ούτε είχε ιδέα από τα συ-ναισθήματα της κυοφορίας, δεν άκουσε το πρώτο κλάμα του βρέφους. Δεν το άγγιξε βάζοντας τη θηλή στο στόμα του και να μυρίσει την φρέ-σκο Αναδυόμενη οσμή την στιγμή που έβγαινε από τον αμνιακό σάκο, ούτε έζησε τις πρώτες κινήσεις κολυμπώντας μέσα στα υγρά του. Έμεινε για λίγο συλλογισμένη κοιτάζοντας τον καθρέφτη, μετά, με καρφωμένα τα μάτια στο είδωλό της και κουνώντας το κεφάλι με νόημα μουρμούρισε. Όλα είναι μηδαμινά μπροστά στην υπέρτατη ευτυχία της μητρότητας. Σχεδόν σερνάμενη έφτασε στο κρεβάτι και ξάπλωσε. Το πρωί όταν κάλεσαν τον προσωπικό της γιατρό το μόνο που έκανε ήταν να συντάξει το πιστοποιητικό θανάτου από φυσικά αίτια.