Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023

Τ ο Καρλλιώτικο μια μικρή ιστορία

Ο γέρο Βασίλης ήταν ένας άντρας ψηλός κοντά στο 1,80, πλησίαζε τα εβδομήντα, μα είχε στητή κορμοστασιά, επιβλητικός, και βροντόφωνος. Μιλούσε δυνατά όπως όλοι οι άνθρωποι της υπαίθρου, είχε άσπρα μαλλιά, δασιά φουντωτά φρύδια , μεγάλα πράσινα βαθουλωτά μάτια και ένα κρεμαστό γκρίζο μουστάκι που έφτανε μέχρι το πιγούνι του. Φορούσε μαύρο σαλβάρι και ένα φαρδύ ζωνάρι στο ίδιο χρώμα, όπου το τύλιγε τρις, τέσσερες φορές. Πουκάμισο γκρι με μαύρες ρίγες, μάλλινο αμάνικο γιλέκο με τσεπάκια μικρά δεξιά και αριστερά, στο αριστερό έβαζε το πυριόβολο με την ίσκα και την πέτρα να ανάβει το τσιμπούκι του που ήταν κατάμαυρο από το κάψιμο του καπνού, κι απ’ το άλλο ένα ρολόι τσέπης επάργυρο που το είχε ανταλλάξει στην κατοχή με λίγο γάλα. Το γιλέκο από την εσωτερική πλευρά είχε μια ευρύχωρη μεγάλη τσέπη για να χωρά ότι άλλο του ήταν απαραίτητο να έχει πάντα μαζί του. Ένα καποτέλι με κατσούλα που σπάνια το αποχωριζότανε μύριζε καπνίλα νικοτίνη και γιδίλα από αρκετή απόσταση. Ένα ζευγάρι καινούρια τσαρούχια με πρόκες που όταν περπατούσε κάνανε έναν δυνατό θόρυβο στις πέτρες και στο οδόστρωμα ακούγονταν από αρκετή απόσταση, άλλωστε ήταν σύνηθες φαινόμενο οι άντρες βοσκοί να φοράνε τέτοια παπούτσια. Όλη τη ζωή του, από μικρό παιδί, την είχε περάσει βόσκοντας γίδια τα οποία αρχικά ήταν ξένα, μα, από νεαρή ηλικία άρχισε να κάνει δικό του κοπάδι, κι έτσι, αφού έκανε οικογένεια βοηθούμενος από την γυναίκα του και τα παιδιά του, εκείνη την εποχή, αριθμούσε κοντά στα εξακόσια κεφάλια, γι’ αυτό, ήταν πολύ περήφανος. Η θωριά του και η φωνή του σε τρόμαζε, αλλά κατά βάθος ήταν ένας καλοκάγαθος και ήσυχος άνθρωπός δεν ήταν ικανός ούτε μύγα να πειράξει που λέει ο λόγος. Κάθε φορά που κατέβαινε στο Βόλο για δουλειές, όπως όλοι η χωριάτες, πήγαινε στα παλιά, άφηνε το άλογο του στο χάνι του Μηλίνη, που ήταν και μαγέρικο, και αφού τελείωνε τις δουλειές, γύριζε στα παλιά έτρωγε την αγαπημένη του φασολάδα με μπόλικο κόκκινο καυτερό πιπέρι, έπινε κι ένα καρτούτσο κρασί. Σαν τέλειωνε το φαγητό του, έκανε κι ένα γερό και δυνατό ρέψιμο, έβγαζε από τον κόρφο του μια μεγάλη καρό πετσέτα σκούπιζε το στόμα του και τα μεγάλα μουστάκια, με κάποια σχολαστικότητα, έβγαζε τις τρις δραχμές που ήξερε ότι κόστιζε το φαγητό του και μιάμιση δραχμή για την φύλαξη του αλόγου και φώναζε. -Μηλίνη…… σ’ αφήνω το λογαριασμό, παίρνω το άλογο και φεύγω. -Εντάξει μπάρμπα Βασίλη να πας στο καλό, η ώρα σου καλή. Αυτή τη φορά ο γέρο Βασίλης κατέβηκε πολύ νωρίς, τον είχαν εγκαλέσει ως κατηγορούμενο για παράνομη νομή σε απαγορευμένη υλοτομημένη δασική περιοχή. Βέβαια, είχε εξασφαλισμένη την αθωώσει του με έναν τενεκέ τυρί καθ’ υπόδειξη του δικηγόρου του να το αφήσει πριν λίγες μέρες σε κάποιο σπίτι. Όμως η παρουσία του ήταν απαραίτητη γι’ αυτό φρόντισε να είναι στο δικαστήριο στην ώρα του, αφού δεν γνώριζε την σειρά εκδίκασης της υπόθεσης Η σειρά του ήταν από τις τελευταίες, κι έτσι άργησε πολύ το μεσημέρι, ήταν σχεδόν απόγευμα όταν έφτασε στο μαγέρικο κουρασμένος και ιδρωμένος από την ορθοστασία και την πεζοπορία, μόλις μπήκε μέσα σωριάστηκε σε μια καρέκλα μπροστά σ’ ένα τραπέζι και με την συνηθισμένη προσταγή και την βροντερή φωνή λέει στον κάπελα. -Μηλίνη… φέρε μ να φάου γιατί άργησα και θα νυχτώσου στου δρόμου. -Τέτοια ώρα μπάρμπα Βασίλη δεν έχω τίποτε, τα φασόλια, οι φακές και ότι είχα τέλειωσαν, ακόμη και τα κρέατα. Κι τι μωρέ, (είπε κάπως θυμωμένα,) νηστικών θα μαφίκς; Εμ τη να σου κάνω τέτοια ώρα; Το μόνο που έχει μίνι είναι δυο μερίδες ψάρι Καρλιώτικο, είναι και καθαρισμένο χωρίς κόκαλα. Να σου φέρω μια μερίδα κι ένα καρτούτσο; -Άντι… φέρτουμ….. να δω τι πράμα είναι…. σάμπως έχου φάει καμιά φουρά. Ο γέρο Βασίλης μόλις πήρε μπροστά του το πιάτο άρχισε να τρώει, μούγκριζε από ευχαρίστηση, .. και λέει. -Όρε πανάθεμά το είναι νόστιμου κι τραβάει κρασί, καλά έκανις κι μέφιρις καρτούτσου -Εμ… είναι μπάρμπα Βασίλη…. Καρλιώτικο είναι αυτό. Ο γέρο Βασίλης αφού έφαγε, ήπιε και το κρασί του, έβγαλε από τον κόρφο του την καρό πετσέτα, σκούπισε τα χείλι του και τα μουστάκια, έκανε κι ένα γερό ρέψιμο όπως πάντα, χάιδεψε την κοιλιά του, έστριψε το μουστάκι του, και φώναξε -Μηλίνη.. λογαριασμό. Ο Μηλίνης πήρε το μπλοκάκι κι άρχισε να γράφει. Ψάρι,…. ψωμί,… κρασί,… χανιάτικα …μμμ…. δέκα δραχμές. Ο γέρο Βασίλης σαν να καθότανε σε ελατήριο τινάχτηκε όρθιος και ξεφώνισε. -Τι; Μωρέ; Δέκα δραχμές; Εεεεε νάχε γίνει φαρμάκι, ακούς εκεί δέκα δραχμές, με τόσους παράδες θάτρωγα τρις φασουλάδες κι θα σ’ άφηνα κι ρεγάλο. -Εμ αυτό είναι Καρλιώτικο δεν είναι φασολάδα, μπάρμπα Βασίλη. -Γιατί μωρέ, στα στερνά κι του καρλιώτκου κι φασουλάδα στον απόπατο δεν παν; Και φεύγοντας μονολόγησε. - Αν μάτα φάου Καρλιώτκου ναμ σταθεί στου λιμό Χρήστος Τσουκάλης 1958
Το χάνι του Μηλίνη όπως ήταν στα παλαιά στη οδό Κροκίου παραμένει αναξιοποίητο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου