Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024

Η Άσπρη κότα της θείας Ευανθίας

Η άσπρη κότα Η θεία Ευανθία ήταν γειτόνισσά μας στο χωριό. Δεν ήταν πραγματική μου θεία, αλλά στο χωριό συνηθίζονταν όλες τις μεγάλες γυναίκες και ιδιαίτερα τις παντρεμένες να τις αποκαλούμε θείες, και όταν είχαν και εγγόνια τότε τις λέγαμε γιαγιάδες, παράδειγμα στη γύρω γειτονιά μας ήταν η γιαγιά Πόπη «Πόπα στα βλάχικα αφού το χωριό μας ήταν σχεδόν βλαχοχώρι» με τον παππού Δημητράκη. Είχαν τρία αγόρια και δυο κορίτσια όλα παντρεμένα με παιδιά. Ήταν κοντός, ποιο κοντός από τη γριά του, αλλά νευρικός και φωνακλάς. Κάθε φορά που βρι-σκότανε στο σπίτι, «γιατί τον περισσότερο καιρό έλειπε μια και το επάγγελμά του ήτανε βοσκός.» ήταν αισθητή η παρουσία του. Πάντα εύρισκε λόγο να κατσαδιάζει τη δόλια τη γριά που δεν τολ-μούσε να μιλήσει για τίποτε, κι έτσι, οι φωνές του ακουγότανε ως τον απέναντι μαχαλά. Είχε μικρά καστανά μάτια που πετάγανε σπίθες και παρατηρούσε με ενδιαφέρων τα πάντα γύρω, παρότι γέρος πλέον, η σβελτάδα του ήταν ακόμη φανερή. Πρόσωπο στρογγυλό, μάγουλα κόκκινα, φρύδια μεγάλα άσπρα και χοντρά, μύτη πλατιά, μικρό στόμα, σφιχτά χείλια, περιποιημένο φαρδύ μουστάκι στριφτό τσιγκελωτό με μαλλιά πάντα χτενι-σμένα, και με ένα ύφος όλο πονηριά. Ο παππούς Δημητράκης ήταν δεξιοτέχνης να αφαιρεί κότες, γιατί αυτός, τις αφαιρούσε για να τις τρώει, δεν τις πουλούσε για να είναι κλέφτης, όπως συνήθιζε να λέει. Η λέξη κλεφτοκοτάς ήταν βρι-σιά, το θεωρούσε υποτιμητικό να του την προσάπτουν. Στο κάτω-κάτω, κανείς ποτέ, δεν τον έπιασε επ’ αυτοφώρω για να του φορτώσουν τέτοια κατηγορία. Στην ίδια μεγάλη αυλή, «που τη διέσχιζε ένα φαρδύ μονοπάτι και μας ένωνε με τον άλλο μαχαλά μέσα από κάποιο ρέμα» είχαμε πρόσβαση εμείς και άλλες τρις οικογένειες. Η θεία Ευανθία λοιπόν, ήταν μια ψιλή και λυγερή γυναίκα, λεπτή με συμπαθητικά χαρακτηριστι-κά και με πολλή ενέργεια. Όλη τη μέρα ήταν σε κίνηση, οι δουλειές δεν σώνανε ποτέ όπως συνέβαινε με όλες σχεδόν τις γυναίκες του χωριού αφού δεν υπήρχαν στοιχειώδεις ευκολίες, ακόμη και το νερό, έπρεπε να το κουβαλάνε από μεγάλη απόσταση με βαρέλες φορτωμένες στην πλάτη. Έμενε με ενοίκιο σε ένα μεγάλο δίπατο σπίτι παμπάλαιο, που το κάτω, το χρησιμοποιούσε για αποθήκη και επάνω το είχε για διαμονή. Επίσης, είχε και έναν μεγάλο Αυλαγά, όπου αμολούσε τις κότες, εκεί έτρωγαν χόρτα και σκάλιζαν για σκουληκάκια. Στον ίδιο αυτόν χώρο είχε ένα μεγάλο κοτέτσι, το είχε περιφραγμένο με πυκνή συρμάτινη σίτα. Το μισό το είχε καλυμμένο γύρο-γύρο, με κομμάτια λαμαρίνας και το σκέπαστρο με πισσόχαρτο, το άλλο μισό περίφραγμα το είχε ασκέπαστο και χρησίμευε ως προαύλιο του κοτετσιού. Η θεία Ευανθία κάθε πρωί το άνοιγε, έμπαινε μέσα, έριχνε σκύβαλα και οι κότες τρέχανε κοντά της για να φάνε. Τότε η θεία Ευανθία τις έπιανε μια-μια και έλεγχε με το δάκτυλο στον ποπό για να διαπιστώσει ποιες επρόκειτο να γεννήσουν αυγά εκείνη τη μέρα. Για κάθε κότα είχε φωλιά όπου πήγαινε και γεννούσε και μετά τη γέννα η κότα κακάριζε χαρού-μενη που είχε ευτυχές αποτέλεσμα. Όλη τη μέρα οι κότες ήταν ελεύθερες να πηγαινοέρχονται στον αυλαγά, μόλις όμως πήγαινε ο ή-λιος να δύσει μπαίνανε μόνες στο κοτέτσι το μόνο που έκανε εκείνη ήταν να περισυλλέξει τα αυγά και να ασφαλίσει την πόρτα, Δεν είχε φόβο από αλεπούδες γιατί τα σκυλιά ήταν πολλά και αμολητά δεν υπήρχε περίπτωση να πλησιάσει χωρίς να γίνει αντιληπτή, τη μόνη αλεπού που φοβότανε, «όπως έλεγε η ίδια» ήταν οι α-λεπούδες, αυτές με δύο πόδια, «και εννοούσε τους ανθρώπους» Η θεία Ευανθία μέσα στις πολλές κότες που ήταν όλες με κεραμιδί και γκρίζο φτέρωμα, είχε και μια τεράστια άσπρη κότα. Άσπρη σαν ασβέστη και γεννούσε και πολύ μεγάλα κάτασπρα αυγά. Το παράδοξο ήταν, πως, όσες φορές κι αν κλώσησε ούτε μια φορά δεν έβγαλε άσπρο πουλάκι. Καμά-ρωνε πολύ για την άσπρη κότα, αλλά της ήταν και η μεγάλη της έγνοια, φοβόταν μην την κλέψουν, γιατί, πολλοί την είχαν βάλει στο μάτι. Κάθε φορά που την έβλεπε κάποιος της έλεγε. -Όρε Ευανθία τι τρανή κότα είναι αυτή; Δέκα νοματαίοι χορταίνουν σαν μπει στο τσουκάλι. Η θεία Ευανθία τους καταταράσσονταν να μη την ματιάσουν, αλλά ο μεγαλύτερος φόβος της ήταν ο γέρος Δημητράκης που ήταν ειδικός σε τέτοιες περιπτώσεις, κάποια φορά που έτυχε να τη δει, είχε γουρλώσει τα μάτια του και δεν έκρυψε τη λαχτάρα του «καθώς έλεγε η ίδια», αλλά τον είχε προειδοποίηση λέγοντάς του. -Πρόσεξι κακομοίρη μ… μην πάθη τίποτε η κότα μ… γιατί θα σε τρυπήσω με την σακοράφα. Η σακοράφα ήταν μια χοντρή και μακριά βελόνα που ράβανε τα σακιά και κάποιες έφταναν στα είκοσι εκατοστά μήκος. Με τη μεγάλη αυτή βελόνα, που πάντα την είχε πρόχειρη προς χρήση, τον απειλούσε σχεδόν κάθε φορά που τύχαινε να τον βλέπει και να τον ακούει να εκθειάζει την άσπρη (άλμπα) κότα της. Εκείνο τον καιρό ήταν κάπως ησυχασμένη, αφού ο γέρο Δημητράκης ήταν τσομπάνος σε διπλανό χωριό και ερχότανε κάθε δεκαπέντε μέρες να αλλάξει ρούχα και ξανάφευγε. Έπρεπε να κάνει τρις, ίσος και τέσσερεις ώρες δρόμο για να ‘αρθεί, και άλλες τόσες να επιστρέ-ψει, βέβαια η θεία Ευανθία είχε πάντα την έγνοια της, και παρακολουθούσε πότε ερχότανε, και πότε έφευγε, για αυτό έστηνε αυτί κάθε βράδυ πριν πέσει για ύπνο. Ήταν σίγουρη ο’τι θα τον άκουγε καθώς θα ερχότανε, γιατί φορούσε τσαρούχια με πρόκες και κάνανε αρκετό θόρυβο στο καλντερίμι από όπου θα ερχότανε, άλλωστε ήταν και ο μοναδικός δρό-μος που μπορούσε να φτάσει στο σπίτι του κι όπου τους χώριζε, αφού διέσχιζε την κοινή αυλή. Το κακό που φοβότανε, δεν άργησε να γίνει, ένα πρωί που μπήκε στο κοτέτσι η άσπρη κότα ήταν εξαφανισμένη. Κοίταξε με προσοχή το κοτέτσι, μα η άσπρη κότα δεν ήταν πουθενά. Έψαξε για κα-μιά παραβίαση, μα δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη για κάτι τέτοιο. Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι της, ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει, έβγαλε μια κραυγή, που συνοδεύ-ονταν από κάθε είδους κατάρες για τον κλέφτη, άλλωστε ήταν σίγουρη, τέτοια επιτήδεια κλεψιά μό-νο ένας είχε το ταλέντο να την κάνει, και δεν μπορούσε κανείς άλλος παρά μόνο ο Γέρο Δημητρά-κης. Οι γειτόνισσες βγήκαν όλες έξω στην αυλή να μάθουν τι είχε γίνει, και η θεία Ευανθία έξαλλη, προσπαθούσε να εξηγήσει πως έλειπε η άσπρη κότα, συγχρόνως καταριότανε τον κλέφτη γέρο Δη-μητράκη. Η γιαγιά Πόπα βγήκε κι αυτή στην αυλή, και μόλις άκουσε την Ευανθία να τσιρίζει και να βλα-στημά τον γέρο της, ξαφνιάστηκε, και προσπαθούσε να την πείσει ορκιζόμενη στα παιδιά της, πως ο γέρος της, δεν είχε έρθει εκείνο το βράδυ, το ίδιο επιβεβαιώνανε και οι υπόλοιπες γειτόνισσες, μα η εκείνη ήταν ανένδοτη και ορκιζότανε πως αν τον δει ν’ άρχετε θα τον καρφώσει με τη σακοράφα, δεν θα της γλίτωνε, μόνο να τον έβλεπε ν’ άρχετε και θα τον κανόνιζε. Η θεία Ευανθία κάθε βράδυ ως αργά τη νύχτα παραφύλαγε, κι αν τον άκουγε να έρχεται, θα του ριχνότανε ξαφνικά και θα τον κάρφωνε με την μεγάλη και χοντρή βελόνα . Κάποιο βράδυ άκουσε βάδισμα στο καλντερίμι, κραπ κρουπ, κραπ κρουπ, χωρίς να χάσει στιγμή, αρπάζει τη σακοράφα, ανοίγει την πόρτα με προσοχή να μη κάνει θόρυβο, κρύφτηκε στη γωνία της αυλής να μη φαίνεται, γιατί το φεγγάρι πλησίαζε στο ολόγεμα και δεν θα μπορούσε να τον αιφνι-διάσει, περιμένοντας ανυπόμονα με σφιγμένα τα δόντια, κρατώντας την σακοράφα γερά στο δεξί της χέρι έτοιμη να του επιτεθεί. Μα ξαφνικά ο θόρυβος από τα τσαρούχια σταμάτησε, κράτησε την ανάσα της για να ακούσει καλύτερα μα ησυχία Δεν άκουγε τίποτε, άκρα ησυχία ούτε ανθρώπινη φιγούρα έβλεπε να πλησιάζει από την πλευρά που είχε ακούσει το κραπ κρουπ. Άρχισε να αναρωτιέται, τι να είχε συμβεί άραγε; Μήπως τη γέλασαν τα αυτιά της; Μπα, ήταν σίγουρη, άκουσε καλά περπάτημα ανθρώπου που φό-ραγε χοντρά τσαρούχια. Αποφάσισε να περιμένει λίγο ακόμη κριμένη στη σκιά του τοίχου για να βεβαιωθεί πως δεν ερχό-τανε κανείς. Μα τι να έγινε τέλος πάντων; Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη, όταν βλέπει από την άλλη πλευρά της αυλής την θεία Αγγελικό να βγαίνει από το σπίτι της να πάρει μια σκούπα, και βλέποντας την σκιά στη γωνία τρό-μαξε, μα γνώρισε αμέσως την θεία Ευανθία και τη ρωτά. -Ευανθία τη αγρικάς τέτοια ώρα αυτού έξω στη γωνία; Περιμένενς κάποιον; Μπα σε καλό ς! -Σουτ, κάνει η θεία Ευανθία, μη φωνάζεις, σίμωσε να συ πω. Η θεία Αγγελικό την πλησιάζει και τη ρωτά. -Μπας κι χάζεψις; Τι είνι; Η θεία Ευανθία αφού της εξήγησε χαμηλόφωνα για ποιον λόγο βρισκόταν εκεί, της λέει. -Να ιδώ την έχω τη σακοράφα, δες πόσο τρανή είναι… θα τον σουβλίσω με δαύτη τον παλιάν-θρωπο, δεν θα τον αφήσω έτσι… τον κλέφταρο απ’ μ’ έφαγε την κότα. -Μα τι λες Ευανθία τι χαζά είναι αυτά απ’ λες; Τον είδες τον άνθρωπο να τν κλέβει; Έχεις κάνα μάρτυρα; Αυτό απ’ πας να κάνς είναι φόνος… κι’ θα πας φυλακή. Δε σκέφτισι τα παιδιά ς απ’ θα μείνουν στι πέντε δρόμους; Κι σύ φουκαριάρα μ θα σαπίσεις εκεί απ’ θα σε κλείσουν, αξίζει να κα-ταστραφείς για μια κότα; Η θεία Ευανθία, σα να ξύπνησε από κάποιο κακό όνειρο σκέφτηκε λίγο και ψέλλισε. -Σα νάχς δίκιο… δεν το σκέφκα… «και συνέχισε». Μωρέ ο κουτσονούρς τι πήγι να μι βάλει να κάνω; -Κι όσο συνειδητοποιούσε το κακό που θα έκανε την έπιασαν τα κλάματα και πιάνοντας τα χέρια της Αγγελικός της λέει. -Ν’ άσι καλά, ο άγιος ταξιάρχς σ’ έστειλι να μη κάνω κακό σ’ αυτόν τον άνθρωπό κι στ φαμίλια μ. Μεγάλου ταξιράτι θα έβρισκι του σπιτικο μ. -Μπράβο…καλά απ’ του κατάλαβες… ηρέμησε τώρα κι συμμαζέψ στου σπίτ ς και στα παιδιά ς. -Καλά τα λες… ας είσαι καλά… κι ταχιά θα πάω να ξομολογηθώ. Η θεία Ευανθία ήταν θεοφοβούμενη, όπως άλλωστε όλες οι γυναίκες του χωριού, πηγαίνανε συ-χνά στην εκκλησία, και σαν ανέβηκε επάνω στο σπίτι της, γονάτισε μπρος στο εικονοστάσι και ζή-τησε συγχώρεση από την Παναγιά και τον άγιο Ταξιάρχη που τον τιμούσε η εκκλησία του χωριού μας, και πήγε για ύπνο συνειδητοποιώντας ακόμη ποιο πολύ πόσο μεγάλο κακό θα έκανε. Το άλλο πρωί σα ξύπνησε νόμιζε πως έζησε έναν εφιάλτη. Ας είναι καλά η Αγγελικό, ο άγιος την έστειλε και την απότρεψε από το μεγάλο κακό που πήγαι-νε να κάνει. Έκανε την καθημερινή προσευχή και πήγε στο κοτέτσι, εκεί σκεφτότανε πως η έγνοια για την άσπρη κότα της, ήταν σα σαράκι, και καλά που την κλέψανε, τώρα πλέον δεν θα ζει με το φόβο αυτό. Σα να της έφυγε ένα τεράστιο βάρος από μέσα της, ξεφύσησε με ανακούφιση. Μα σαν κατέβηκε από το κοτέτσι να ανέβει τη σκάλα για το σπίτι μαρμάρωσε, δεν πίστευε στα μάτια της για αυτό που έβλεπε, σταυροκοπήθηκε και μονολόγησε. «Μα τουν άγιου ταξιάρχη, ου κουτσονούρς, πότε ήρθι και δεν τουν πήρα χαμπάρι;» Έτριβε τα μάτια της να σιγουρευτεί καλύτερα, και προχωρώντας προς την πλευρά που ο γέρο Δημητράκης πλενότανε με τη βοήθεια της γιαγιάς Πόπας, και χωρίς να πει ούτε καλημέρα τον ρωτά. -Πότι ήρθις βρε αναθεματισμένε και δεν σι πήρα χαμπάρι; Να στα σούρου, π μ’ έφαγες την ά-σπρη κότα και δεν αντρέπισει λιγάκι; Ο γέρο Δημητράκης πήρε την πετσέτα από τα χέρια της γριάς του και σκουπιζόμενος της λέει. -Μπας κι τόχς χαμένου Ευανθία; τι’ ν’ αυτά απ΄ λες λουλάθηκες; Πότε στ’ ν έκλεψαν την κότα; Ιγώ έχου δυόμιση βδομάδις νάρθου. -Τότε ποιος άλλος θα μπορούσε να τ κλέψει δίχους να τον πάρω χαμπάρι; ισεί σι καλός σ’ αυτά. -Μπα… κι πως το λες… μίδεις; Έχς κάνα μάρτυρα; Να συ κάνου ταχιά μήνυσ γιατί μι λες κλε-φτοκοτά; -Καλά κι πως ήρθις κρυφά κι δε σι πήρα χαμπάρι; Μάλλον θα φλάουσαν από μένα. -Άντι… θα χάζεψεις Ευανθία, τι κουταμάρες είναι αυτές απ λες; -Τότε γιατί δεν ακούστηκαν τα τσαρούχια ς σαν ερχόσουν; Πότε ήρθις; -Όρε χάζιψεις; Λογαριασμό θα σου δόκου; Τι τρανός μπιλιάς απ΄είσι; -Να,… θέλου να μάθου… γιατί δεν ακούσκαν τα τσαρούχια ς σαν μπήκες σ να αυλή. -Τάβγαλα βρε χαζιά, μι χτυπούσαν τα τσαρούχια κι έβαλα τα τσουράπια, αλλά που να μι δεις αφού κουβέντιαζες μι τ ν’ Αγγελικό, τι χαζουλέγατι τέτοια ν ώρα μες τ νύχτα; Σις οι γνέκαις τόχιτη χαμένου ούλου χαζουκουβιντιάζητι. Κι αμέσως την αφήνει και μπαίνει μέσα στο σπίτι ακολουθούμενος από τη γριά του. Η θεία Ευανθία έμεινε για λίγο να τον κοιτάζει κι αμέσως γύρισε να ανέβει τη σκάλα για το σπίτι της, μα πάλι κοντοστάθηκε, και κοίταξε προς την κλειστεί είσοδο που μπήκε ο γέρος με τη γριά και μονολόγησε. -Ούλα τα ταίριαξι ου άγιος να μη γένει ταξιράτι (συμφορά), γι’ ταύτου θα πάω ταχιά να ανάψου μια λαμπάδα κι να ξομολογηθώ. Και ανεβαίνοντας την σκάλα ξανά μονολόγησε. -Μα,…σ’ αν δεν τ ν έκλεψι αυτός τότε ποιος άλλος; Αυτός είνι καλός σ’ αυτά. Σαν μπήκε στο σπίτι, πήγε ίσα στο εικονοστάσι, γονάτισε και λέει. -Συχώραμι παναγία μ, κ’ εσύ άι ταξιάρχη, τι μπουρεί να πάθει ου άνθρωπος για μια άσπρη κότα…. Συχώραμι, αλλά βόηθαμι να μάθω πιος την έκληψι,.. αν κι είμι σίγουρι για αυτόν τον τρισκα-τάρατο. Κι αν είνι αυτός ας μη τουν εύρη χρόνος. Ο γέρο Δημητράκης την επόμενη χρονιά πέθανε από πνευμονία, και η θεία Ευανθία ένιωθε πως αυτή έφταιγε που τον είχε καταραστεί. Το θεωρούσε μεγάλη βλαστήμια, γι’ αυτό έκανε τάμα στον άγιο για ένα χρόνο να κάνει νηστεία, να εξομολογείται, και να μεταλαμβάνει κάθε βδομάδα να συγ-χωρεθούν οι αμαρτίες που είχε, αλλά ευτυχώς, ο πνευματικός της, την παρότρυνε να μην το κάνει το τάμα ούτε να νηστέψει μια και έμεινε έγγειος στο έβδομο παιδί της. Τέλος Χρήστος Τσουκάλης Από το ανέκδοτο Βιβλίο/ Ιστορίες μιας άλλης εποχής.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου